Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ



ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

 

 


Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει σήμερα μία μελέτη του Υποψήφιου Διδάκτορα της Πολιτικής Επιστήμης ΜΠΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ σχετικά με το ΜΑΡΞΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, το ΜΑΡΞΙΣΜΟ και την ΙΣΤΟΡΙΑ, το ΜΑΡΞΙΣΜΟ και την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. Επίσης τη Μαρξιστική θέση για το ΜΑΡΞΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Μια εξαιρετική εργασία.

Ι. ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Στη διδακτορική του εργασία (1841, σε ηλικία μόλις 23 ετών) ο Καρλ Μαρξ απέδειξε, κόντρα σε παλιότερες έρευνες, ότι οι θεωρίες του Δημόκριτου και του Επίκουρου δεν ταυτίζονται. Δεν επρόκειτο όμως για μια απλή θεωρητικού περιεχομένου εργασία αλλά για ουσιαστική παρέμβαση στο δημόσιο θεωρητικό διάλογο ενός υπό διαμόρφωση κοινωνικού επαναστάτη. Στη δημόσια συζήτηση τότε κυριαρχούσαν οι επίγονοι και οι μαθητές του Χέγκελ, οι λεγόμενοι «αριστεροί εγελιανοί». Το πρόβλημα που υπήρχε ήταν η απαλλαγή από την κυριαρχία της θεολογίας και της θρησκείας γενικότερα, ώστε να κατακτηθεί η πολλά υποσχόμενη «ατομική αυτοσυνειδησία» του «αυτόνομου υποκειμένου». Ο Μαρξ εντάσσεται αρχικά στη συζήτηση ως εγελιανός στο βαθμό που μάχεται τη θρησκεία. Έτσι, ο Μαρξ υποστηρίζει τον Επίκουρο, αντιπαραθέτοντάς τον στο Δημόκριτο, θεωρώντας ότι χρησιμεύει στην πάλη ενάντια στο απολυταρχικό πρωσικό κράτος, ενάντια στη θρησκεία και υπέρ της αυτοσυνειδησίας, της ελευθερίας και της αυτονομίας του ανθρώπου. Προτιμά τον Επίκουρο θεωρώντας ότι η «αισθησιοκρατία» της σκέψης του προσφέρεται καλύτερα από τον «αγνωστικισμό» του Επίκουρου γιατί έτσι είναι δυνατή η παραγωγή γνώσης κόντρα στην άγνοια της πίστης. Ο ηθικά ελεύθερος άνθρωπος του Μαρξ αντιπαρατίθεται ως πρότυπο στον ηθικά υποταγμένο από φόβο τιμωρίας ή λόγω προσδοκίας ανταμοιβής άνθρωπο της θρησκείας.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Καντ-Χέγκελ-Μαρξ. Δεν πρόκειται για μία αγία και ομοούσια τριάδα αλλά για τους βασικούς πόλους θεωρητικών συγκρούσεων σε επίπεδο φιλοσοφίας που σηματοδοτούν το πέρασμα από τον «υποκειμενικό ιδεαλισμό» (Καντ) στον «αντικειμενικό ιδεαλισμό» (Καντ) και κατόπιν στον «ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό» (Μαρξ).
Μελετώντας τον Καντ, ο Μαρξ δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις του στα φιλοσοφικά ερωτήματα που είχε κατά νου και ιδιαίτερα από τον «ανταγωνισμό μεταξύ του ‘είναι’ και του ‘δέοντος’». Ο Μαρξ θεωρεί ότι ο Χέγκελ, ξεπερνώντας τον συνδυασμό «εμπειρισμού» και «ορθολογισμού» του Καντ, άνοιξε το δρόμο στην κατεύθυνση της εξάλειψης της αλλοτρίωσης του ανθρώπου με το να προσφέρει έναν τρόπο υπέρβασης και κατάργησης της διχοτόμησης μεταξύ ‘είναι’ και ‘δέοντος’ και με το να «πραγματοποιήσει τον ιδεαλισμό στην πραγματικότητα».
Ο Χέγκελ όρισε την αλλοτρίωση ως το προϊόν της μοίρας της ανθρώπινης συνείδησης που στην πορεία της να πραγματώσει την ιδέα και την απόλυτη γνώση έχασε την ουσία της μέσω της θρησκείας και της πολιτικής παύοντας να ζει στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής πόλης σε αρμονία με τον εαυτό του και τους συμπολίτες του.
Ο Μαρξ αποδεχόμενος την έννοια της αλλοτρίωσης του Χέγκελ, ξεπερνά και ανατρέπει την ιδεαλιστική λογική του Χέγκελ και την εντάσσει στο πλαίσιο του πραγματικού ιστορικού, φυσικού και κοινωνικού χώρου. Δηλαδή διαχωρίζει και ανασυνθέτει την έννοια μέσα από την σύνδεση θεωρίας και πράξης.
Η αντιστροφή της εγελιανής λογικής από το Μαρξ διαφαίνεται και στην κριτική που ασκεί στο κράτος και στο δίκαιο. Ο Χέγκελ θεωρεί ότι η κοινωνία των ιδιωτών και η οικογένεια αποτελούν δημιουργήματα (κατηγορήματα) του κράτους που βρίσκεται έξω και πάνω από την κοινωνία και εκτός ιστορίας ενώ ο Μαρξ θεωρεί ότι οι κοινωνικές σχέσεις παράγουν το κράτος και εκφράζονται από αυτό. Επίσης ασκεί κριτική στην έννοια της «γραφειοκρατίας» του Χέγκελ θεωρώντας την ως «ιδεαλιστική» στο βαθμό που τονίζει την αφοσίωση της γραφειοκρατίας στη γενική ευημερία της κοινωνίας. Θεωρεί, δηλαδή, ότι πρόκειται για μάσκα που καλύπτει τους κοινούς και υλικούς σκοπούς της γραφειοκρατίας. Αντιθέτως, τονίζει ότι «η δημοκρατία είναι η αληθινή ενότητα του γενικού και του μερικού». Το προλεταριάτο είναι η μόνη τάξη, που κατά τον Μαρξ, μπορεί να άρει όλες τις αλλοτριωτικές αντιθέσεις της κοινωνίας, να μετατρέψει την κριτική της θρησκείας σε κριτική της κοινωνικής δράσης, την κριτική της φιλοσοφίας σε κριτική της ιστορίας και την κριτική της πολιτικής ζωής σε κριτική της οικονομικής ζωής. Η σκέψη αυτή προκύπτει από τη βασική αρχή ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων την ύπαρξή τους» αλλά, αντιθέτως, «η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους».
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Πρόκειται για ένα σύνολο κειμένων που βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα και δημοσιεύτηκαν μόλις το 1932, παρά την σφοδρή πολεμική που άσκησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης υπό την ηγεσία του Ι. Στάλιν και που τα θεώρησε ως ανάξια να συμπεριληφθούν στο επίσημο σώμα της μαρξιστικής βιβλιογραφίας. Τα κείμενα αυτά τροφοδότησαν έντονους διαλόγους και αναθεωρήσεις απόψεων σε όλα τα ρεύματα της αριστεράς και όχι μόνο. Μετά την ανάγνωση των «Χειρογράφων» δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι υπάρχει μια «τομή» στο έργο του Μαρξ: νεότερος Μαρξ vs . ύστερος Μαρξ. Ο βασικός υποστηρικτής της θέσης περί «τομής», σε αντίθεση με την επίσημη σταλινική θέση, ο Λουί Αλτουσέρ, τόνισε ότι πρόκειται για πολιτική διαμάχη που επίδικο αντικείμενό της έχει την «επαναστατική απελευθέρωση του προλεταριάτου» και ότι επανεντάσσονται στη συζήτηση οι έννοιες της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης που λείπουν στο έργο ολόκληρων γενιών μαρξιστών από τον Ένγκελς και την Α΄ Διεθνή ως τη Β΄ Διεθνή και τον Λένιν.
Η έννοια της αποξένωσης του εργάτη είναι βασική. Ο Μαρξ θεωρεί ότι «όσο αυξάνεται η αξία του κόσμου των πραγμάτων τόσο ευθέως ανάλογα προχωρά η απαξίωση του κόσμου των ανθρώπων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά παράγει τον εαυτό της και τον εργάτη ως εμπόρευμα». Έτσι, «το αντικείμενο που παράγεται από την εργασία αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό». Ο εργάτης, συνεπώς, ούτε ελέγχει τη μοίρα του προϊόντος που παράγει ούτε έχει κάποιο όφελος απ’ αυτό. Εξάλλου, από τη στιγμή που η εργασία είναι υποχρεωτική δεν προσφέρει ουσιαστική ικανοποίηση και γίνεται μέσο για ένα σκοπό αντί να γίνεται σκοπός η ίδια. Η αλλοτριωμένη εργασία μετατρέπει το ανθρώπινο γένος σε ένα απλό μέσο της ατομικής ύπαρξης και αποξενώνει τον άνθρωπο από τα κοινωνικώς δημιουργούμενα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον άνθρωπο καθώς όλες οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό τείνουν να αναχθούν σε λειτουργίες της αγοράς παρ’ όλο που το σύνολο των οικονομικών σχέσεων αποτελούν κοινωνικές σχέσεις. Και σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ: «Η αποξενωμένη δηλαδή εργασία αποξενώνει τη φύση, από τον άνθρωπο, τον άνθρωπο από τον εαυτό του, αλλά και τον άνθρωπο από το είδος του…Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς…μέσα από την εργασία του η φύση εμφανίζεται σαν δικό του έργο και δική του πραγματικότητα. Το αντικείμενο της εργασίας είναι, άρα, η αντικειμενοποίηση της ειδολογικής ζωής του ανθρώπου: γιατί ο άνθρωπος αναπαράγει τον εαυτό του όχι μόνο πνευματικά στη συνείδησή του, αλλά δραστήρια και ουσιαστικά και μπορεί έτσι να κοιτάζει τον εαυτό του, σ’ ένα κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε…Τελικά αποξενώνεται ο άνθρωπος και από τους άλλους ανθρώπους, όταν συγκρούεται με τον εαυτό του και έτσι όλοι οι άνθρωποι είναι αποξενωμένοι από την ουσία του ανθρώπου».
Στο τέλος των «Χειρογράφων», ο Μαρξ επανέρχεται στην κριτική της διαλεκτικής του Χέγκελ και της φιλοσοφίας γενικά, με αφορμή την «Φαινομενολογία του Πνεύματος». «Ο Hegel διαπράττει ένα διπλό σφάλμα…όντας ο ίδιος ως φιλόσοφος μια αφηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου, ορθώνει τον εαυτό του σαν μέτρο του αποξενωμένου κόσμου. Ολόκληρη η ιστορία της αλλοτρίωσης και ολόκληρη η αναίρεση αυτής της αλλοτρίωσης δεν είναι έτσι τίποτα περισσότερο από την ιστορία της παραγωγής της αφηρημένης, δηλαδή της απόλυτης σκέψης, της λογικής, θεωρητικής σκέψης…Η ανθρωπιά της φύσης και της φύσης όπως παράχθηκε από την ιστορία των προϊόντων του ανθρώπου είναι φανερή από το γεγονός ότι είναι προϊόντα του αφηρημένου πνεύματος, οντότητες της σκέψης. Η ‘Φαινομενολογία’ είναι συνακόλουθα κρυφή και απατηλή κριτική, κριτική που δεν κατάκτησε την αυτοσαφήνεια…δηλαδή το αποτέλεσμα είναι η διαλεκτική της καθαρής σκέψης…Η μόνη εργασία που ξέρει να αναγνωρίζει ο Hegel είναι η αφηρημένη πνευματική εργασία… έτσι παρουσιάζει και τη δική του φιλοσοφία σαν ολόκληρη τη φιλοσοφία…Ακόμη και ο άνθρωπος θεωρείται σαν μη αντικειμενική, πνευματική ύπαρξη…Για τον Hegel , η ανθρώπινη φύση, ο άνθρωπος, είναι ισοδύναμος προς την αυτοσυνείδηση…Μια μη αντικειμενική ύπαρξη είναι μια μη ύπαρξη…Η ιστορία είναι η αληθινή φυσική ιστορία του ανθρώπου…Ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση υπάρχει, και με τον οποίο υπάρχει κάτι για τη συνείδηση, είναι η γνώση. Η γνώση είναι η μοναδική της πράξη…Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε τις θετικές ροπές της χεγκελιανής διαλεκτικής, μέσα στα προσδιοριστικά όρια της αποξένωσης…όπως ο αθεϊσμός σαν ξεπέρασμα του Θεού είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο του θεωρητικού ανθρωπισμού κι ο κομμουνισμός σαν ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η διεκδίκηση της πραγματικής ανθρώπινης ζωής σαν ιδιοκτησία του ανθρώπου, η εμφάνιση δηλαδή του πρακτικού ανθρωπισμού. Ο αθεϊσμός είναι ο ανθρωπισμός που συνδέεται με τον εαυτό του μέσα από το ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας…αλλά ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός δεν είναι φυγή, δεν είναι αφαίρεση, δεν είναι απώλεια του αντικειμενικού κόσμου που δημιούργησε ο άνθρωπος, ή των ουσιαστικών του δυνάμεων που προεκτείνονται στην αντικειμενικότητα, δεν είναι μια άθλια επιστροφή στην αφύσικη, πρωτόγονη απλότητα. Είναι μάλλον η πρώτη πραγματική εμφάνιση, η αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, η επαλήθευση της ανθρώπινης ουσίας του…Ο Hegel όμως βλέπει την εργασία – μέσα στην αφαίρεση – σαν πράξη αυτοδημιουργίας του ανθρώπου, τη σχέση του ανθρώπου προς τον εαυτό του τη βλέπει σαν αλλότρια ύπαρξη και την εκδήλωση του εαυτού του σαν αλλότρια ύπαρξη, σαν την εμφάνιση της ειδολογικής συνείδησης και ειδολογικής ζωής…Είναι η αφηρημένη, καθαρή απόλυτη ύπαρξη του ανθρώπου (σε διάκριση από τον εαυτό του), που περνά μέσα από τη διαδικασία αυτή…αλλά για το Hegel το υποκείμενο που γνωρίζει τον εαυτό του σαν απόλυτη αυτοσυνείδηση είναι έτσι ο Θεός, απόλυτο πνεύμα, η αυτογνωριζόμενη και αυτοεκδηλωνόμενη ιδέα. Ο πραγματικός άνθρωπος και η πραγματική φύση γίνονται απλά κατηγορούμενα, σύμβολα αυτού του άδηλου, μη πραγματικού ανθρώπου και αυτής της μη πραγματικής φύσης. Έτσι υποκείμενο και κατηγορούμενο στέκονται σε μια σχέση απόλυτης αντιστροφής μεταξύ τους…Το θετικό επίτευγμα του Hegel στη θεωρητική του λογική είναι που παρουσιάζει καθορισμένες έννοιες, τις παγκόσμιες σταθερές μορφές-σκέψεις, ανεξάρτητες από τη φύση και το πνεύμα, σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της καθολικής αποξένωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης και τις αντιλαμβάνεται σαν ροπές στη διαδικασία της αφαίρεσης. Για παράδειγμα, ύπαρξη ξεπερασμένη είναι η ουσία, ουσία ξεπερασμένη είναι η αντίληψη, η αντίληψη ξεπερασμένη είναι…η απόλυτη ιδέα. Αλλά τι είναι η απόλυτη ιδέα; Είναι υποχρεωμένη να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό ξανά για να μη μείνει μια αφαίρεση. Πρέπει η αφαίρεση να εγκαταλείψει τον εαυτό της – την αφαίρεση – κι έτσι φτάνει σε κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετό της, στη φύση…Η αφηρημένη ιδέα, που άμεσα γίνεται ενόραση δεν είναι, εντελώς απλά, τίποτες περισσότερο από αφηρημένη σκέψη, που εγκαταλείπει τον εαυτό της και αποφασίζει να ασχοληθεί με την ενόραση…Το μυστικιστικό συναίσθημα που οδηγεί το φιλόσοφο από την αφηρημένη σκέψη στην ενόραση είναι η ανία, η επιθυμία για κάποιο περιεχόμενο…Οι σκέψεις του είναι έτσι σταθερά φαντάσματα που υπάρχουν έξω από τη φύση και τον άνθρωπο…Ο αφηρημένος στοχαστής που καταφεύγει στην ενόραση ενοράται τη φύση αφηρημένα».
ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΫΕΡΜΠΑΧ
Στο βιβλίο αυτό o Μαρξ ασκεί κριτική στην υλιστική άποψη του 18ου αιώνα ότι η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο από μια αντανάκλαση της υλικής, περιβαλλοντικής συνθήκης της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή οι άνθρωποι είναι παθητικά όντα. Η άποψη αυτή ουσιαστικά ακυρώνει οποιεσδήποτε δυνατότητες και πιθανότητες αλλαγής.
1η θέση: Η θεωρία και η πράξη θεωρούνται από τον Μαρξ ως ενιαίο σύνολο και τονίζει την προτεραιότητα της πράξης. «Ο άνθρωπος ως υποκείμενο είναι η αρχή της πράξης του, είναι μέρος ο ίδιος της πρακτικής του δραστηριότητας». Η κοινωνική αλλαγή είναι, κατά τον Μαρξ, επαναστατική πράξη.
2η θέση: «Το ζήτημα αν η ανθρώπινη σκέψη διαθέτει αντικειμενική αλήθεια δεν είναι κανένα θεωρητικό ζήτημα αλλά ζήτημα πρακτικό. Μέσα στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη, την εγκοσμιότητα της σκέψης του». Αυτή η θέση μας δείχνει ότι η φυγή από την πραγματικότητα ή η υποταγή και προσαρμογή σ’ αυτήν αν είναι δύσκολη, άσχημη, τρομερή ή / και άδικη δεν ταιριάζει στον άνθρωπο και είναι πρακτικές προς αποφυγή.
3η θέση: «Η υλιστική διδασκαλία για τη μεταλλαγή των πραγμάτων και για τη μόρφωση ξεχνάει ότι τα πράγματα πρέπει να μεταλλαχτούν απ’ τους ανθρώπους κι ότι ο διαμορφωτής των ανθρώπων που θα κάνουν την μεταλλαγή) πρέπει κι αυτός ο ίδιος να διαμορφωθεί. Αναγκάζεται συνεπώς να μερίσει την κοινωνία σε δύο κομμάτια από τα οποία το ένα είναι ανώτερό της. Η σύμπτωση της αλλαγής των πραγμάτων και της αλλαγής της ανθρώπινης δραστηριότητας, μ’ άλλα λόγια η αυτομεταλλαγή, μόνο σαν επαναστατική πράξη μπορεί να νοηθεί και να γίνει λογικά κατανοητή». Άλλη μία θέση του Μαρξ που δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι εκείνοι που φτιάχνουν την ιστορία μέσα όμως στα υπάρχοντα κοινωνικά πλαίσια και τις επιρροές που αυτά ασκούν.
4η θέση: Αφού η θρησκεία, τονίζει εδώ ο Μαρξ, διχάζει τον κόσμο των ανθρώπων πρέπει να κατανοηθεί η βάση στην αντίφασή της και να αλλαχθεί εκ βάθρων. Η ένωση του κόσμου πρέπει να γίνει με την «από-αλλοτρίωση» και την «επαναστατικοποιήση» των ανθρώπων με οδηγό τη γνώση, την αλήθεια, τη φιλοσοφία και την επαναστατική θεωρία και πράξη, ως κοινωνικό σύνολο και όχι ως άτομα.
5η θέση: «Ο Φόϋερμπαχ μη ικανοποιημένος απ’ την αφηρημένη σκέψη θέλει τη θεώρηση (τη συγκεκριμένη εποπτεία). Αλλά δεν αντιλαμβάνεται την αισθητότητα – χρήση των αισθήσεων σαν πρακτική ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία δραστηριότητα και κάνει χρήση των αισθήσεων και είναι και αισθητή (δηλαδή πρακτική ανθρώπινη συγκεκριμένη δράση)». Αυτό σημαίνει ότι η απόκτηση της θεωρητικής εποπτείας είναι κιόλας πράξη. Τελικά, ο αισθητός κόσμος είναι το πεδίο της ανθρώπινης επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και κάθε δραστηριότητας.
6η θέση: «Ο Φόϋερμπαχ αναλύει τη θρησκευτική υπόσταση σε ανθρώπινη ύπαρξη.. Αλλά η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι κάποιο αφηρημένο πράγμα που υπάρχει μέσα στο κάθε άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». Συνεπώς ο άνθρωπος είναι ένα ουσιαστικά κοινωνικό ον και όχι μια αναλλοίωτη ανθρώπινη αφηρημένη γενική ύπαρξη.
7η θέση: «Δεν βλέπει λοιπόν ο Φόϋερμπαχ ότι κι αυτό το ίδιο το ‘θρησκευτικό συναίσθημα’ είναι ένα κοινωνικό προϊόν κι ότι το αφηρημένο άτομο που αναλύει ανήκει σε κάποια δεδομένη μορφή κοινωνίας». Ακόμη και τα διάφορα ψυχικά φαινόμενα, ακόμη και η ίδια η ψυχή του ανθρώπου, σε τελευταία ανάλυση καθορίζονται κοινωνικά.
8η θέση: «Ολόκληρη η κοινωνική ζωή είναι κατ’ ουσίαν πρακτική. Όλα τα μυστήρια που οδηγούν τη θεωρία στο μυστικισμό βρίσκουν τη λογική τους επίλυση στην ανθρώπινη πρακτική δραστηριότητα και στην κατανόησή της».
9η θέση: «Το υψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει ο εποπτικός υλισμός που θεωρεί, δηλαδή ο υλισμός που δεν αντιλαμβάνεται τη χρήση των αισθήσεων σαν πρακτική δραστηριότητα, είναι η θεώρηση μεμονωμένων ατόμων και της αστικής κοινωνίας».
10η θέση: «Η άποψη του παλιού υλισμού είναι η αστική κοινωνία, του νέου η ανθρώπινη κοινωνία, ή μ’ άλλα λόγια η ‘εν κοινωνία’ ανθρωπότητα (η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα).
11η θέση: «Οι φιλόσοφοι το μόνο που κάνανε ήταν να ερμηνεύσουν τον κόσμο κατά διάφορους τρόπους. Αυτό που μετράει είναι να τον αλλάξουμε».
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε τις κοινωνικές αλλαγές, δηλαδή με τη σύγκρουση των κοινωνικών δομών και θεσμών του εποικοδομήματος προς το υλικο-κοινωνικό δόμημα της βάσης.

ΙΙ. ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Στο βιβλίο αυτό που γράφτηκε από κοινού με τον Φ. Ένγκελς το 1845/6, οι συγγραφείς τονίζουν ότι γίνεται «ένας κανονισμός λογαριασμών με την προηγούμενη φιλοσοφική μας συνείδηση». Τι ακριβώς σήμαινε αυτός ο «κανονισμός λογαριασμών»; Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουν τη δική τους φιλοσοφία, την ιδεολογία τους και, κυρίως, να αναδείξουν έναν νέο τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας, δηλαδή την υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Δεύτερον, να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι σε ιδεαλιστές νέους εγελιανούς που τοποθετούνταν στην αριστερά και, κυρίως, απέναντι στο Bruno Bauer , τον Max Strirner κ.α.
Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι οι παλαιοί εγελιανοί αντιλαμβάνονταν τα πάντα με την αναγωγή τους σε μια Εγελιανή λογική κατηγορία, ότι οι νέοι εγελιανοί κριτίκαραν τα πάντα αποδίδοντάς τα σε θρησκευτικού τύπου νοητικές συλλήψεις και ότι κανείς τους δεν προσπάθησε ποτέ να συνδέσει τη γερμανική φιλοσοφία με τη γερμανική πραγματικότητα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με παλαιούς και νέους εγελιανούς, οι Μαρξ και Ένγκελς αποφάσισαν «να μελετήσουν το ζωντανό άνθρωπο, όπως βρίσκεται μέσα στην ιστορία και την πολιτική».
Κόντρα, λοιπόν, στην άποψη ότι υπάρχει ένα αναλλοίωτο ανθρώπινο ον ή μια αιώνια αφηρημένη ιδέα που ορίζει την κίνηση της ιστορίας, οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν ότι είναι «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής που καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. Γιατί δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους. Αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη είναι αυτή που καθορίζει τη συνείδησή τους…γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για να λυθεί αυτή η αντίφαση (βάσης και εποικοδομήματος). Με αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό ολοκληρώνεται έτσι η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας…Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η σκέψη, αλλά η παραγωγή των ανθρώπινων αναγκών και η ιστορία της κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, αφού οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι των παραγωγικών σχέσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξή τους ˙ απαιτείται έτσι η αλλαγή όχι της συνείδησης των ανθρώπων, αλλά της κοινωνικής πραγματικότητας από όπου πηγάζει αυτή η συνείδηση».
ΤO KOMMOYNIΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ
Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς το 1947 και εκδόθηκε λίγες ημέρες πριν από την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 στη Γαλλία κατόπιν εντολής της 2ης Συνέλευσης της «Ένωσης των Κομμουνιστών» που διεξάχθηκε στο Λονδίνο. Επρόκειτο για «διεξοδικό θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα του κόμματος» για την εφαρμογή του οποίου, τόνιζαν οι ίδιοι οι συντάκτες του, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι «υπάρχουσες εκείνη τη στιγμή ιστορικές συνθήκες».
Με την πείρα που αποκόμισαν οι συντάκτες του κειμένου από την επανάσταση του 1848 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871 θεώρησαν καλό να τονίσουν ότι «το πρόγραμμα αυτό πάλιωσε σε μερικά μέρη, αλλ’ όμως οι γενικές του αρχές διατηρούν γενικά και σήμερα όλη τους την ορθότητα», δείχνοντας ότι η θεωρία την οποία επεξεργάζονταν και προσπαθούσαν να εφαρμόσουν στην πράξη δεν είναι κάποιο θρησκευτικό ή ιδεολογικό δόγμα αλλά μέθοδος ανάλυσης και δράσης.
Αφού, λοιπόν, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, οι Μαρξ και Ένγκελς διατύπωσαν την ανάλυσή τους για τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των τάξεων και της συνακόλουθης σύγκρουσής τους:
1. Πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία: υπήρχε κοινή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συλλογικότητα στην κατανάλωση και στην κατανομή των αγαθών και ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Οι ομάδες ζούσαν νομαδική ζωή, συλλέγοντας καρπούς, κυνηγώντας ή αλιεύοντας και πολεμώντας με τις γειτονικές φυλές, με ισονομία ανδρών και γυναικών. Με την εμφάνιση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας επιβλήθηκε στοιχειώδης καταμερισμός εργασίας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας-φυλής και έτσι ξεπήδησαν οι αρχηγοί που επέβαλλαν σύστημα διανομής του παραγόμενου πλεονάσματος του προϊόντος ανάλογα με την εργασία και την προσφορά δημιουργώντας τις πρώτες ταξικές αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της φυλής όσο και μεταξύ των φυλών (ταξικοί ανταγωνισμοί και διαφυλετικοί πόλεμοι).
2. Αρχαία δουλοκτητική κοινωνία: Υπάρχει πλέον ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και, συνεπώς, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στις πόλεις-κράτη, αλλά και στα υπόλοιπα γνωστά τότε κράτη, από τη μια πλευρά βρίσκονται οι κύριοι (δουλοκτήτες) και από την άλλη οι δούλοι. Κατά τον Μαρξ, «ο δούλος μπαίνει σαν ανόργανη προϋπόθεση στην ίδια μοίρα με τα άλλα φυσικά όντα, πλάι στα ζώα ή σαν εξάρτημα της γης». Κατά τον Ένγκελς, η δουλεία «μετατρέπει την εργασία σε υποτιμητική για τους ελεύθερους ανθρώπους απασχόληση και η αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις φτάνει σε αδιέξοδο, δε βοηθάει την ανάπτυξη και πρέπει να καταργηθεί αυτή η σχέση παραγωγής». Εκτός από τους δούλους, υπήρχαν πολλοί ελεύθεροι αγρότες και βιοτέχνες, καθώς και όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη του και εκπίπτανε στο status του προλετάριου στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μεγαλογαιοκτήμονες, έμποροι και τοκογλύφοι από τη μια πλευρά του ταξικού φράγματος και αγρότες, χειροτέχνες, δούλοι και προλετάριοι από την άλλη συγκρούονταν με βία (π.χ. εξέγερση δούλων υπό την ηγεσία του Σπάρτακου) και το κράτος ενισχυόταν για την οργάνωση και υπεράσπιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και καταμερισμού εργασίας. Η κατάρρευση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής επιταχύνθηκε και από τις ξενικές επιδρομές και από τα σαμποτάζ των δούλων και από την αντίσταση των αγροτών και των βιοτεχνών.
3. Φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής: Αγροτικό σύστημα όπου κυριαρχούν οι φεουδάρχες-γαιοκτήμονες σε βάρος των δουλοπάροικων-αγροτών. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι μικρός. Η εκμετάλλευση των δουλοπάροικων από τους φεουδάρχες (με τη βοήθεια της εκκλησίας) εκφραζόταν με τη μορφή της γαιοπροσόδου (αγγαρεία / προσωπική εργασία σε όφελος του αφέντη, προϊόντα / δοσίματα στον αφέντη, χρήμα). Στις μεσαιωνικές πόλεις υπήρχαν τα στρώματα των χειρωνακτών – τεχνιτών που ήταν οργανωμένοι σε κλειστές και ιεραρχικά δομημένες συντεχνίες και προέρχονταν από τις τάξεις των απελεύθερων δουλοπάροικων. Οι έμποροι και οι χειρώνακτες / βιοτέχνες των πόλεων θα αποτελέσουν τη μαγιά από την οποία θα δημιουργηθεί η αστική τάξη που θα παίξει επαναστατικό ρόλο στην ιστορία, σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς ανατρέποντας το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και θα τον αντικαταστήσει με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
4. Αστική καπιταλιστική κοινωνία: Η κυρίαρχη τάξη είναι η αστική τάξη που εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούμενη την υπεραξία, δηλαδή το μέρος εκείνο της εργασίας του προλεταριάτου που είναι απλήρωτο. Η νίκη των αστών κεφαλαιοκρατών σε βάρος τόσο της φεουδαρχίας όσο και των προλεταριακών μαζών επήλθε με την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, τις αποικίες και τη διάλυση των συντεχνιών που προστάτευαν ως ένα βαθμό τους εργάτες.
Το προλεταριάτο είναι εκείνη η κοινωνική τάξη που επιφορτίζεται από τους Μαρξ και Ένγκελς με ένα ιστορικό καθήκον, αυτό της ανατροπής της αστικής τάξης για λογαριασμό τόσο της ίδιας όσο και ολόκληρης της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς: «Η βασική ιδέα που κυριαρχεί στο ‘Μανιφέστο’ είναι η ιδέα ότι η οικονομική παραγωγή και η κοινωνική διάρθρωση κάθε ιστορικής εποχής που προέρχεται απ’ αυτήν αναγκαστικά αποτελούν τη βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία αυτής της εποχής, ότι σύμφωνα μ’ αυτά…όλη η ιστορία ήταν ιστορία ταξικών αγώνων…Η εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη (το προλεταριάτο) δεν μπορεί πια να απελευθερωθεί από την τάξη που την εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει (από την αστική τάξη), χωρίς να απελευθερώσει σύγχρονα και για πάντα ολόκληρη την κοινωνία από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τους ταξικούς αγώνες. Αυτή η βασική ιδέα ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Μαρξ». Αυτή η αποστολή που ανατίθεται στο προλεταριάτο, αν εκπληρωθεί θα οδηγήσει την ανθρώπινη κοινωνία στην έξοδό της από την προϊστορία και την είσοδό της στην ιστορία.
ΟΙ ΤΑΞΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ, 1848-1850
Στον πρόλογο της έκδοσης του βιβλίου αυτού το 1895, ο Ένγκελς έγραφε ότι «το έργο αυτό ήταν η πρώτη προσπάθεια του Μαρξ να εξηγήσει ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας με τον υλιστικό του τρόπο αντίληψης, ξεκινώντας απ’ τη δοσμένη οικονομική κατάσταση. Στο ‘Κομμουνιστικό Μανιφέστο’ η θεωρία αυτή είχε εφαρμοστεί σε γενικές γραμμές πάνω σ’ ολόκληρη τη νεότερη ιστορία…Εδώ έμελλε ν’ αποδειχτεί η εσωτερική αιτιακή συνάρτηση στην πορεία μιας πολύχρονης εξέλιξης που ήταν για ολόκληρη την Ευρώπη τόσο κρίσιμη όσο και τυπική, επομένως, σύμφωνα με το πνεύμα του συγγραφέα, έμελλε να αναχθούν τα πολιτικά γεγονότα σε αποτελέσματα αιτιών, που είναι σε τελευταία ανάλυση οικονομικά…Η παγκόσμια εμπορική κρίση του 1847 ήταν η καθαυτό μητέρα των επαναστάσεων του Φλεβάρη και του Μάρτη και η βιομηχανική ευημερία, που ξαναγύρισε βαθμιαία από τα μέσα του 1848 και έφτασε στην πλήρη άνθησή της το 1849 και το 1850, ήταν η ζωογόνα δύναμη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, που καναδυνάμωσε…Το έργο έχει μια ξεχωριστή σημασία γιατί για πρώτη φορά συνοψίζει το αίτημα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών του κόσμου, για την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από την κοινωνία…Η επανάσταση του προλεταριάτου του 1848 ήταν ζωηρά χρωματισμένη με τις αναμνήσεις των προτύπων του 1789-1830…Οι ήττες του 1849 μας έβγαλαν από τις αυταπάτες…δεν έπρεπε με τίποτα να περιμένουμε ώσπου να ξεσπάσει μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση…Μάθαμε πως η μέθοδος πάλης του 1848 είναι σήμερα από κάθε άποψη παλιωμένη».
Η 18Η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ
Εδώ ο Μαρξ επιχειρεί να ανατρέψει για άλλη μια φορά τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την ιστορία που αποδίδουν υπέρμετρα μεγάλο ρόλο στις προσωπικότητες στον καθορισμό των ιστορικών εξελίξεων και να αναδείξει για άλλη μια φορά τη δική του υλιστική μέθοδο ανάγνωσης της ιστορίας. Γράφει, λοιπόν, στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του 1869: «Για το πραξικόπημα και το Ναπολέοντα Βοναπάρτη έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ ‘Napol éon le Petit ’ (μικρός) και ο Προυντόν το ‘Coup d ’ état ’ (το πραξικόπημα). Ο Ουγκώ περιγράφει το γεγονός ως αναπάντεχο, ως προσωπικό γεγονός ενός ατόμου που το κάνει μεγάλο αντί μικρό, με το να του αποδίδει μια προσωπική δύναμη πρωτοβουλίας, που δεν έχει το όμοιό του στην παγκόσμια ιστορία. Ο Προυντόν, πάλι, ζητάει να παρουσιάσει το πραξικόπημα σαν αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης που προηγήθηκε, που μετατρέπεται ασυναίσθητα σε ιστορική απολογία του ήρωά του. Εγώ αντίθετα αποδείχνω με τι τρόπο η ταξική πάλη στη Γαλλία δημιούργησε τις περιπτώσεις και τις σχέσεις που έκαναν δυνατό σε ένα γελοίο και μέτριο πρόσωπο να παίζει το ρόλο του ήρωα». Επίσης στον πρόλογό του στην τρίτη έκδοση του 1885 γράφει: «Ο Μαρξ αντιμετωπίζει το Λουδοβίκο Βοναπάρτη με την περιφρόνηση που του αξίζει…Αυτή η έξοχη κατανόηση της ζωντανής καθημερινής ιστορίας, αυτή η ξεκάθαρη διάγνωση των γεγονότων, τη στιγμή που γίνονταν, είναι πραγματικά χωρίς άλλο όμοιο παράδειγμα. Γι’ αυτό όμως χρειαζόταν η βαθιά γνώση της γαλλικής ιστορίας που είχε ο Μαρξ…Αυτός ανακάλυψε πρώτος το μεγάλο νόμο που κινεί την ιστορία, το νόμο που σύμφωνα μ’ αυτόν όλοι οι ιστορικοί αγώνες…δεν είναι παρά καθαρή έκφραση των αγώνων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και πως η ύπαρξή τους και, κατά συνέπεια, οι συγκρούσεις των τάξεων αυτών εξαρτιόνταν πάλι από το βαθμό που έφτασε η ανάπτυξη της οικονομικής τους κατάστασης…ο νόμος αυτός έδωσε στον Μαρξ, το κλειδί για την κατανόηση της ιστορίας της β΄ γαλλικής δημοκρατίας».
Ο Μαρξ διαίρεσε την περίοδο από την επανάσταση της 24ης Φεβρουαρίου 1948 ως το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851 (η 18η Μπρυμαίρ σύμφωνα με το γαλλικό δημοκρατικό ημερολόγιο) σε τρεις υποπεριόδους:
1. Φεβρουαριανή περίοδος: ενώ το προλεταριάτο ζούσε σε μία κατάσταση παραζάλης μπροστά στο ευρύ πεδίο προοπτικών που ανοιγόταν με την ανατροπή του Λουδοβίκου Φιλίππου, οι παλιές δυνάμεις που εξουσίαζαν την κοινωνία ανασυντάχθηκαν εκ νέου και κυριάρχησαν. Μοναδική παραχώρηση ήταν η εκλογική μεταρρύθμιση. Κάθε δύναμη ερμήνευε την έννοια της δημοκρατίας σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια με αποτέλεσμα η σταθερότητα να μην είναι καθεστώς.
2. Η Συντακτική Περίοδος, που διήρκεσε από την 4η Μαΐου 1848 ως τα τέλη Μαΐου 1849. Επρόκειτο για την περίοδο ίδρυσης και καθιέρωσης της αστικής δημοκρατίας. Το προλεταριάτο προσπάθησε να επαναστατήσει τον Ιούλιο αλλά αντιμετώπισε το ενιαίο μέτωπο όλων των άλλων τάξεων που ενώθηκαν εναντίον του «κόμματος της αναρχίας», των «εχθρών της κοινωνίας», και με συσπειρωτικό σύνθημα αυτό που θα κυριαρχούσε από τότε σε κάθε συντηρητική παλινόρθωση: «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία και τάξη. Την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε το χρονικό διάστημα στο οποίο κυριάρχησε αλλά και γρήγορα διαλύθηκε η δημοκρατική ομάδα της αστικής τάξης υπό τις επωνυμίες: «τρίχρωμοι δημοκράτες», «καθαροί» ή «πολιτικοί» ή «φορμαλιστές δημοκράτες». Γράφει ο Μαρξ: «Εδώ έχουμε την πάλη της Δημοκρατίας με την αστική τάξη, ήττα του Μικροαστικού ή Δημοκρατικού κόμματος, κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης, πτώση της Συνταγματικής ή Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας 2 Δεκ.1951…Έπρεπε ακόμη να καταργηθεί και η συζήτηση από την οποία ζούσε το κοινοβουλευτικό καθεστώς…Ο αγώνας τώρα ανάμεσα στην Εθνοσυνέλευση και τον Βοναπάρτη ξεσπάει ασυγκράτητος ˙ είναι θέμα ζωής και θανάτου ˙ η κοινοβουλευτική δημοκρατία κηρύσσεται σε μόνιμη αντίθεση με τον πρόεδρο…Ο Βοναπάρτης γίνεται σιγά σιγά ο σοβαρός Φασουλής που δεν παίρνει πια την παγκόσμια ιστορία για κωμωδία, μα τη δική του κωμωδία για παγκόσμια ιστορία, όταν νόμιζε ότι παριστάνει τον πραγματικό Ναπολέοντα…Ο Βοναπάρτης επιστρατεύοντας οποιονδήποτε και συμμαχώντας και με το διάβολο για τα άνομα σχέδιά του έγινε αρχηγός του κουρελοπρολεταριάτου και αισθανόταν πως έφτασε η στιγμή που μπορούσε να περάσει από τη φαινομενική άμυνα στην επίθεση…Η αστική τάξη έχασε από δω και μπρος την αποστολή να κυβερνάει. Δεν υπήρχε πια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Αρχίζει η πάλη ανάμεσα στο κόμμα της τάξης και στην εκτελεστική εξουσία…Ο Βοναπάρτης διόρισε μια μεταβατική κυβέρνηση από άβουλα και άγνωστα όργανά του και συγκέντρωσε στο πρόσωπό του ολόκληρη την εκτελεστική εξουσία…Στις 11 του Απρίλη σχημάτισε μια αντικοινοβουλευτική κυβέρνηση…Το κοινοβούλιο δεν πίστευε πως ο Βοναπάρτης θα μπορέσει να κάνει πραξικόπημα, τον θεωρούσε ένα κοριό. Αυτός όμως απάντησε στο κόμμα της τάξης, όπως ο Αγησίλαος στον Βασιλιά Άγι: ‘Σου φαίνομαι μυρμήγκι, κάποτε όμως θα γίνω λιοντάρι».
3. Η περίοδος της Συνταγματικής Δημοκρατίας (29 Μαΐου 1849 – 2 Δεκεμβρίου 1851). Ο Βοναπάρτης εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των ανοργάνωτων πολιτικά αγροτικών τάξεων της Γαλλίας και υποτίθεται ότι αντιμάχεται την αστική τάξη. Όμως ουσιαστικά ευνοεί την κυριαρχία της αστικής τάξης προστατεύοντας την υλική της δύναμη. Να πώς αναλύει ο Μαρξ την περίοδο αυτή: «Οι δύο μερίδες της αστικής τάξης της Γαλλίας, νομιμόφρονες και ορλεανιστές, δηλαδή η μεγάλη γαιοκτησία και η βιομηχανία (χρήμα), οδήγησαν στη διάλυση της αστικής τάξης και μέσα, αλλά και έξω από το Κοινοβούλιο…Όταν στις 19 του Ιούνη αποφασίστηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος, η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου κηρύσσονταν ενάντια στο Σύνταγμα…πήγε με το μέρος του Βοναπάρτη, και το Σύνταγμα κηρύχτηκε ενάντια στο Κοινοβούλιο. Όταν λοιπόν ο Βοναπάρτης ξέσκισε το Σύνταγμα, ενεργούσε σύμφωνα με το πνεύμα του Κοινοβουλίου και όταν σκόρπισε το Κοινοβούλιο, ενεργούσε σύμφωνα με το πνεύμα του Συντάγματος. Το Κοινοβούλιο είχε κηρύξει το Σύνταγμα και μαζί μ’ αυτό και τη δική του κυριαρχία ‘εκτός πλειοψηφίας’. Με την απόφασή του κατήργησε το Σύνταγμα και παράτεινε την προεδρική εξουσία, ενώ σύγχρονα δήλωσε πως ούτε το ένα μπορούσε να πεθάνει ούτε η άλλη να ζήσει, όσο καιρό εξακολουθούσε να υπάρχει αυτό το ίδιο…Η αριστοκρατία του χρήματος και η βιομηχανική αστική τάξη ενδιαφέρονταν τελικά μόνο για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις…Το 1851 ήταν χρονιά εμπορικής και οικονομικής κρίσης όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά και για την Αγγλία κι όλη την Ευρώπη…Ήταν τέτοια η κατάσταση που ο Γάλλος αστός ξεφώνιζε σαν τρελός στην κοινοβουλευτική του δημοκρατία: ‘Καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά μια φρίκη δίχως τέλος!’…Έτσι το πραξικόπημα του Βοναπάρτη έριχνε τη σκιά του πολύ πριν πραγματοποιηθεί…Υπόσχονταν χαρακτηριστικά στη βιομηχανική αστική τάξη ‘ησυχία για το μέλλον’ και αυτή χειροκροτεί…Στις 2 του Δεκέμβρη το πραξικόπημα είναι πραγματικότητα: Η Εθνοσυνέλευση και το Συμβούλιο της Επικρατείας διαλύονται, επαναφέρεται το γενικό εκλογικό δικαίωμα και το Παρίσι κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας. Όλοι οι πολιτικοί φυλακίζονται και εξορίζονται. Έτσι ολοκληρώνεται η πτώση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και της αστικής κυριαρχίας. Έχουμε τώρα νίκη του Βοναπάρτη ˙ ακολουθεί η παρωδία της αυτοκρατορικής παλινόρθωσης…Η Γαλλία φαίνεται πως ξέφυγε μόνο από το δεσποτισμό μιας τάξης, για να ξαναπέσει κάτω από το δεσμό ενός ατόμου δίχως εξουσία…Η επανάσταση ολοκληρώνει το έργο της με την ανατροπή της κοινοβουλευτικής εξουσίας και την προετοιμασία της για την ανατροπή και της εκτελεστικής…Μια τεράστια κρατική γραφειοκρατία αναπτύσσεται, που δουλεύει σαν εργοστάσιο…Όλες οι ανατροπές τελειοποιούν τη μηχανή αυτή αντί να την τσακίσουν.. .όλοι τη θεωρούσαν σαν την κυριότερη λεία του νικητή…Το κράτος ανεξαρτητοποιείται από την κοινωνία…η Γαλλία αισθάνεται τον εαυτό της ατιμασμένο…Κι όμως ο Βοναπάρτης αντιπροσωπεύει τους μικροχωρικούς που εξαπατώνται για τη δήθεν παλινόρθωση της αυτοκρατορίας…Επειδή δεν μπορούν να αντιπροσωπεύσουν τον εαυτό τους, πρέπει να τους αντιπροσωπεύουν και να τους προστατεύουν από τις άλλες τάξεις ˙ χρειάζονται μια εκτελεστική εξουσία που υποτάσσει την κοινωνία!…Ο Βοναπάρτης δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη αγρότη, αλλά το συντηρητικό, που θέλει να σώσει το μικρό του κλήρο με το φάντασμα της αυτοκρατορίας ˙ δεν αντιπροσωπεύει τη διαφώτιση, μα τη δεισιδαιμονία του αγρότη, όχι την κρίση του, μα την πρόληψή του, όχι το μέλλον του, μα το παρελθόν του…Η αστική τάξη απωθούσε τους αγρότες με τη βία προς τα πίσω κάθε φορά που έμπαιναν σε κίνηση, με τη μορφή αδιάκοπης πάλης ανάμεσα στους δάσκαλους και τους παπάδες. Η αστική όμως τάξη βοηθούσε τους παπάδες.…Οπωσδήποτε η αστική τάξη είναι αναγκασμένη να φοβάται την ηλιθιότητα των μαζών, όσο καιρό μένουν συντηρητικές και τη νοημοσύνη των μαζών, μόλις γίνουν επαναστατικές…Για τους αγρότες ο Βοναπάρτης έσπασε τα δεσμά που οι πόλεις είχαν δέσει τη θέληση της υπαίθρου…Ο Ναπολέων τους έκανε μικροιδιοκτήτες και κατά των φεουδαρχών φυσικά…Η μικρή ιδιοκτησία όμως με την αστική τάξη έγινε αιτία καταστροφής και εκμετάλλευσης για τους αγρότες από τόκους, χρέη, φόρους κλπ. και τους μετέτρεψε σε τρωγλοδύτες. Δεκαέξι εκατομμύρια αγρότες συναγωνίζονται τώρα την αστική τάξη…συμμαχούν με το προλεταριάτο. Ο Ναπολέων στρέφει τους γραφειοκράτες και τους παπάδες κατά των αγροτών, που γίνονται άθρησκοι εξαιτίας της συμπεριφοράς των παπάδων, που παρουσιάζονται τώρα σα το χρισμένο λαγωνικό της αστυνομίας…Ακόμη και ο στρατός, που ήταν το σημείο τιμής με τους φοροεισπράκτορες και τους δικαστικούς κλητήρες…Οι αγρότες αναγκαστικά βρίσκουν παρηγοριά στους προλετάριους και η αστική τάξη στον Βοναπάρτη αφού ‘μονάχα η κλεψιά μπορεί ακόμα να σώσει την ιδιοκτησία, η επιορκία τη θρησκεία, τα νόθα την οικογένεια, η αταξία την τάξη’…Τώρα όμως ο Βοναπάρτης παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως υπερασπιστής του αστικού καθεστώτος, της αγροτικής τάξης, της μεσαίας τάξης και του κουρελοπρολεταριάτου και το στηρίζει. Αυτό όμως τον αναγκάζει να βγάζει συνεχώς διατάγματα που το ένα αναιρεί τα άλλα και επικυρώνει τη θέση του σαν αρχηγός της Εταιρείας της 10 του Δεκέμβρη, με διατάγματα, δίχως διατάγματα και παρά τα διατάγματα…Τελικά τους ξεσηκώνει όλους εναντίον του!…Ο Βοναπάρτης θα ήθελε να φαίνεται ο πατριαρχικός ευεργέτης όλων των τάξεων. Δεν μπορεί όμως να δώσει τίποτα στη μια χωρίς να το πάρει από την άλλη…θα ήθελε να κλέψει ολόκληρη τη Γαλλία για να την κάνει δώρο στη Γαλλία…Αναγκάζεται ως υποκατάστατο του Ναπολέοντα να κάνει κάθε μέρα ένα μικρό πραξικόπημα και αναστατώνει έτσι ολόκληρη την αστική οικονομία, βάζει χέρι σ’ όλα όσα στην επανάσταση του 1848 φαίνονταν απαραβίαστα, κάνει άλλους να υπομένουν την επανάσταση και άλλους να επιθυμούν την επανάσταση και δημιουργεί την ίδια την αναρχία στο όνομα της τάξης…Όταν όμως ο αυτοκρατορικός μανδύας καλύψει στο τέλος τους ώμους του Βοναπάρτη Λουδοβίκου, θα γκρεμιστεί από το ύψος της στήλης του Βαντόμ ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Ναπολέοντα».

ΙΙΙ. ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αν ο Μαρξ ασκεί κριτική στους προηγούμενους απ’ αυτόν φιλοσόφους ότι ερμηνεύουν αλλά δεν αγωνίζονται για την αλλαγή του κόσμου, για τους οικονομολόγους η κριτική του είναι εξίσου αιχμηρή: «Όλη η οικονομία από τον καιρό του Α. Σμιθ περιστρέφεται γύρω από τη λύση του μυστηρίου του νόμου της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, που η ως τώρα Πολιτική Οικονομία δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει. Η δε διαφορά στις διάφορες οικονομικές σχολές συνίσταται στις διάφορες προσπάθειες για τη λύση του». (ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ 3ΟΣ, 1894)
Εκεί που παλιότερα ο βασικότερος συντελεστής της παραγωγής και συνάμα η κυριότερη πηγή πλούτου ήταν η γη, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η εργασία και το προλεταριάτο και η αλλοτρίωσή τους: «Η εκμετάλλευση της γης αποφέρει στο γαιοκτήμονα πρόσοδο, στον κεφαλαιοκράτη κέρδος και στον εργάτη μισθό. Ο καθορισμός των νόμων που ρυθμίζουν αυτή τη διανομή αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας».(GRUNDRISSE , 1851-1858).
Σε κάθε κοινωνία υπάρχει μία ‘βάση’ και ένα ‘εποικοδόμημα’. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή του Μαρξ: «Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί το την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση, πάνω στην οποία ορθώνεται το νομικό και το πολιτικό εποικοδόμημα, και στο οποίο αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Είναι θεμελιακές έννοιες του υλισμού, που αντανακλούν τη νομοτελειακή συνάρτηση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις οικονομικές και όλες τις άλλες σχέσεις ενός οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού που η βάση του φτιάχνεται από το σύνολο των οικονομικών αλλά και των παραγωγικών σχέσεων που δημιουργούνται αναγκαστικά μέσα στο προτσές της παραγωγής και αναπαραγωγής της υλικής ζωής και που καθορίζονται από το αναπτυξιακό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων…Το εποικοδόμημα ενός κοινωνικού σχηματισμού αποτελείται από το σύνολο των κοινωνικών θεσμών και οργανισμών (πολιτικών, νομικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών, όπως το κράτος, η δικαιοσύνη, τα κόμματα κλπ.) και αντιλήψεων (πολιτικών, νομικών, επιστημονικών, κοσμοθεωρητικών, ηθικών και αισθητικών), που ορθώνονται πάνω από τη βάση και καθορίζονται άμεσα απ’ αυτήν – δηλαδή από το σύστημα κοινωνικής συνείδησης αυτής της κοινωνίας…Το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική βάση που πάνω της ορθώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές συνείδησης…Η βάση της κοινωνίας καθορίζεται από το αναπτυξιακό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ˙ ταυτόχρονα όμως η βάση, σαν σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, είναι μια μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων…Το περιεχόμενο του εποικοδομήματος της κοινωνίας καθορίζεται από τη βάση, όμως η ανάπτυξή του έχει μια σχετική αυτονομία και το εποικοδόμημα επηρεάζει ενεργά την όλη εξελικτική πορεία μιας κοινωνίας…Έχουμε μια αλληλεπίδραση όλων των στοιχείων του εποικοδομήματος…Η αλληλεπίδραση βάσης-οικοδομήματος (ύλης-ιδέας) υπάρχει, τον καθοριστικό όμως ρόλο τον παίζει η βάση».
Εδώ χρειάζεται να ειπωθεί ότι η θεωρία για τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος έχει προκαλέσει πολλές παρερμηνείες και έχει συμβάλλει στη δημιουργία διαφορετικών σχολών μαρξιστικής σκέψης. Η κύρια διαμάχη αφορά το κατά πόσον υπάρχει ολοκληρωτικός καθορισμός του εποικοδομήματος από τη βάση ή το εποικοδόμημα διαθέτοντας σχετική αυτονομία καθορίζεται μόνο σε τελευταία ανάλυση από την οικονομική βάση. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων και τη διατύπωση διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών.
Ας δούμε όμως πώς ορίζει τις βασικές έννοιες της πολιτικής οικονομίας ο Μαρξ.
ΜΙΣΘΟΣ, ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΣ (1849)
Μισθός είναι το ποσό των χρημάτων που πληρώνει ο καπιταλιστής για ορισμένο χρόνο εργασίας ή για ορισμένο αποτέλεσμα.
Η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα που ο εργάτης πουλάει στο κεφάλαιο. Ο εργάτης πουλά τη ζωτική του ενέργεια για να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα επιβίωσης. Ο εργάτης δεν ανήκει στο μεμονωμένο καπιταλιστή αλλά σε ολόκληρη την καπιταλιστική τάξη.
Το κόστος παραγωγής της εργατικής δύναμης είναι το κόστος που απαιτείται για τη συντήρηση του εργάτη ως εργάτη. Η τιμή της εργασίας είναι η τιμή των αναγκαίων μέσων επιβίωσης.
Ο ελάχιστος μισθός είναι το κόστος παραγωγής της απλής εργατικής δύναμης, δηλαδή το κόστος ύπαρξης και αναπαραγωγής του εργάτη.
Τα εμπορεύματα είναι προϊόντα που είναι ανταλλάξιμα με άλλα προϊόντα. Ανταλλακτική αξία είναι η τιμή ανταλλαξιμότητας των εμπορευμάτων (εάν η τιμή εκφράζεται σε χρήμα, τότε η ανταλλακτική αξία είναι απλώς η τιμή ενός εμπορεύματος).
Όσο αυξάνεται το παραγωγικό κεφάλαιο, όσο επεκτείνεται ο καταμερισμός εργασίας και η χρήση μηχανών τόσο μεγαλύτερος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών και τόσο περισσότερο ελαττώνονται οι μισθοί. Παρ’ όλά αυτά, η ραγδαία αύξηση του κεφαλαίου είναι η πιο ευνοϊκή συνθήκη για τον εργατικό μισθό επειδή μπορεί να βελτιώσει την υλική ύπαρξη του εργάτη.
GRUNDRISSE ( 1857-58)
Στο τεράστιο έργο αυτό (1000 περίπου σελίδες) ο Μαρξ ασκεί κριτική στις οικονομικές θεωρίες και διατυπώνει τη δική του οικονομική θεωρία προτού καταλήξει οριστικά στο έργο που άφησε εποχή και συνεχώς επανεκδίδεται, δηλαδή το «Κεφάλαιο». Εδώ αναπτύσσει τη θέση του για την παραγωγή ως την κατ’ εξοχήν κατηγορία της οικονομικής του θεωρίας.
Παραγωγή. Υπάρχουν χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλα τα στάδια παραγωγής και τα οποία καθιερώνονται ως γενικά χαρακτηριστικά. Όμως οι αποκαλούμενες γενικές προϋποθέσεις κάθε παραγωγής (δηλαδή, ιδιοκτησία και προστασία των αγορών) δεν είναι τίποτα περισσότερο από αφηρημένες έννοιες που δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα πραγματικά ιστορικά στάδια της παραγωγής.
Ανταλλαγή:
1. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανταλλαγή χωρίς καταμερισμό εργασίας.
2. Η ιδιωτική ανταλλαγή προϋποθέτει την ιδιωτική παραγωγή.
3. Η ένταση, η έκταση και ο τρόπος ανταλλαγής προσδιορίζονται από την ανάπτυξη και τη δομή της παραγωγής.
Μέθοδος πολιτικής οικονομίας. Η εργασία έχει γίνει το μέσο δημιουργίας πλούτου γενικά και έχει πάψει να συνδέεται οργανικά με τα ιδιαίτερα άτομα σε οποιαδήποτε ειδική μορφή.
Η αστική κοινωνία είναι η πιο αναπτυγμένη και η πιο σύνθετη οργάνωση παραγωγής.. Η μελέτη της αστικής κοινωνίας αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της δομής και των σχέσεων της παραγωγής προηγούμενων τύπων κοινωνιών (π.χ. φεουδαρχική, αρχαία κλπ.). Κάτι τέτοιο όμως είναι δυνατό μόνο με την κριτική της αστικής κοινωνίας.
Μέσα από την κριτική της αστικής κοινωνίας και των αντιφάσεών του αναδεικνύονται οι προοπτικές συγκρότησης μιας νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής που θα βασίζεται στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ποιες είναι όμως οι αντιφάσεις της αστικής κοινωνίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ας επανέλθουμε στο ‘Κομμουνιστικό Μανιφέστο’: «Εδώ και αρκετές δεκαετίες η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου είναι η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, ενάντια στο καθεστώς της ιδιοκτησίας, που επιβάλλει την ύπαρξη και την κυριαρχία της αστικής τάξης. Αρκεί να αναφερθούμε στις εμπορικές κρίσεις, που κατά την περιοδική επανεμφάνισή τους απειλούν όλο και περισσότερο την αστική κοινωνία…Υπάρχει μια επιδημία, που κάθε άλλη εποχή δε θα είχε νόημα, και η επιδημία αυτή που διαβρώνει τη σύγχρονη κοινωνία είναι η υπερπαραγωγή. Η κοινωνία υπόκειται στις ορέξεις της νομισματικής βαρβαρότητας. Θα μπορούσε κανείς να την αντιπαραβάλει με ένα λιμό, με έναν πόλεμο οριστικής εξόντωσης αποκομμένο από κάθε μέσο επιβίωσης: η βιομηχανία και το εμπόριο μοιάζουν να φτάνουν στα όρια της εξάντλησής τους. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει εκπολιτιστεί υπερβολικά, και διαθέτει πάρα πολλά μέσα επιβίωσης, πάρα πολλά μέσα εμπορίου. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν ευνοούν πλέον το καθεστώς της αστικής ιδιοκτησίας. Αντίθετα μάλιστα, έχουν ισχυροποιηθεί τόσο, ώστε το καθεστώς αυτό να μην αποτελεί εμπόδιο στην πορεία τους. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις νικούν αυτό το εμπόδιο διαταράσσουν την τάξη της αστικής ιδιοκτησίας. Το αστικό σύστημα κατάντησε πολύ στενό για να χωρέσει τα πλούτη που παράγονται στους κόλπους του».
Τι είναι αυτό που κατά τον Μαρξ καθιστά το αστικό σύστημα τόσο στενό; Είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που δεν χωρούν στο πλαίσιο των παραγωγικών σχέσεων. Ο Μαρξ επιμένει: «Όσο μειώνεται ο αριθμός των δυναστών του κεφαλαίου που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της περιόδου της κοινωνικής εξέλιξης, αυξάνοντας την αθλιότητα, την καταπίεση, τη δουλεία, την υποβάθμιση, την εκμετάλλευση, τόσο αυξάνεται και η αντίσταση της εργατικής τάξης, που διευρύνεται ασταμάτητα, που πειθαρχεί καλύτερα, που ενώνεται και οργανώνεται χάρη στον ίδιο το μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου γίνεται μια τροχοπέδη για τον κόσμο της παραγωγής που μεγάλωσε και ευημέρισε μαζί του κάτω από τη φιλοξενία του. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας και η συγκέντρωση των υλικών μέσων της φτάνουν σ’ ένα σημείο, όπου δεν μπορούν πλέον να συγκρατηθούν από το καπιταλιστικό περικάλυμμα. Έτσι το περικάλυμμα σπάει και γίνεται κομμάτια. Και εκείνη τη στιγμή σημαίνει η ώρα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές γίνονται με τη σειρά τους απαλλοτριωμένοι».

IV . ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ

Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς, παρ’ όλο που υπήρξαν επαναστάτες πολιτικοί ηγέτες και ήταν οι συγγραφείς του ‘Κομμουνιστικού Μανιφέστου’ και άλλων επαναστατικών πολιτικών κειμένων, ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την οικονομική και κοινωνική ανάλυση του καπιταλισμού, ως ιστορικού σταδίου της εξέλιξης των ταξικών κοινωνιών, παρά για την διατύπωση ολοκληρωμένης θεωρίας για την πολιτική και το κράτος.
Προσπαθώντας να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι των σκέψεων των Μαρξ και Ένγκελς πρέπει να μελετήσουμε το σύνολο του έργου τους για να διαπιστώσουμε άμεσες ή έμμεσες αναφορές στα ζητήματα αυτά, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο την ίδια τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης. Πηγαίνοντας πίσω χρονικά συναντάμε τη θέση περί κράτους ως οργάνου εξουσίας της κυρίαρχης κάθε φορά κοινωνικής τάξης. Στη ‘Γερμανική Ιδεολογία’ τονίζεται ότι «τώρα το κράτος ξαναγύρισε στην πιο παλιά του μορφή, στην ξετσίπωτη σκέτη κυριαρχία του σπαθιού και του ράσου…Τριάντα έξι εκατομμύρια Γάλλοι οδηγήθηκαν χωρίς αντίσταση στην αιχμαλωσία…Μια κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης (‘18η Μπρυμαίρ’)». Για τη μεταβατική περίοδο τονίζεται στην ‘Κριτική του Προγράμματος της Γκότα’ (1875) ότι το κράτος «θα είναι επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» και ότι «είναι ανέντιμο να ζητούν τη λαοκρατική δημοκρατία από το γερμανικό στρατιωτικό, δεσποτικό κράτος…Το κράτος του μέλλοντος που διεκδικούν υπάρχει ήδη στην Ελβετία!…΄Όχι κρατική εκπαίδευση. Πρέπει να αποκλείσουμε εξίσου την επιρροή της κυβέρνησης και της Εκκλησίας μέσα στο σχολείο…Το κράτος στον κομμουνισμό θα διαλυθεί από μόνο του και θα εξαφανιστεί!…Η περιβόητη ελευθερία του συναγωνισμού αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι’ αυτό την ανάμιξη του κράτους».
Το κράτος είναι ιστορική κατασκευή. Κάθε ταξική κοινωνία, σύμφωνα με το Μαρξ, μετά την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία διαθέτει το κράτος που της αντιστοιχεί. Η βάση καθορίζοντας το εποικοδόμημα σε τελευταία ανάλυση καθορίζει και το κράτος. Το κράτος, συνεπώς, δεν είναι απλά και μόνο ένα εργαλείο στα χέρια της κάθε φορά άρχουσας τάξης για τη βίαιη καταστολή των εργατικών αγώνων αλλά ένα σύνολο δομών και μηχανισμών, κατασταλτικών και ιδεολογικών, που, σε τελευταία ανάλυση, στοχεύουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Στο εσωτερικό του κράτους, ως συνέπεια της ταξικής σύγκρουσης, διεξάγονται, άμεσα ή έμμεσα, ταξικοί αγώνες. Κατά συνέπεια, το κράτος μπορεί να οριστεί διαφορετικά, σύμφωνα με το μεγάλο Έλληνα μαρξιστή Νίκο Πουλαντζά: «Το κράτος, εξασφαλίζει την ενότητα και τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού διαιρεμένου σε τάξεις, συγκεντρώνει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού, κατοχυρώνοντας και νομιμοποιώντας τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων έναντι των άλλων τάξεων αυτού του κοινωνικού σχηματισμού». Όμως για να είναι δυνατή η κατοχύρωση και νομιμοποίηση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων δια μέσου του κράτους πρέπει να οργανωθεί πάλι δια μέσου του κράτους η συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν κατοχυρωθούν ορισμένα από τα πιο άμεσα αιτήματα που αυτές οι κυριαρχούμενες τάξεις προβάλλουν και διεκδικούν την ικανοποίησή τους. Κορυφαίο σύμβολο του κράτους που μπορεί να εξασφαλίζει τη συναίνεση των κυριαρχούμενων είναι το Σύνταγμα. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε τονίσει ότι «το Σύνταγμα είναι ένα φρούριο που προστατεύει τους πολιορκητές και όχι τους πολιορκούμενους», υπονοώντας βέβαια ότι πολιορκητές είναι οι κυριαρχούμενοι και πολιορκούμενοι οι κυρίαρχοι.
Από τις δύο αυτές θεωρητικές οπτικές περί κράτους που ενυπάρχουν στο έργο του Μαρξ μπορούν να συναχθούν και να καταστρωθούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης. Η πρώτη στηριζόμενη στη λογική του κράτους εργαλείου μπορεί να καταλήξει είτε στη λογική της εξ εφόδου κατάληψης του κρατικού μηχανισμού από το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου (λενινιστική στρατηγική) είτε στη λογική του κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα από τις εκλογές (ρεφορμιστική και σοσιαλδημοκρατική στρατηγική). Η δεύτερη στηριζόμενη στον ορισμό της ‘σχετικής αυτονομίας’ του κράτους, που δίνει βασιζόμενος πάλι στο έργο του Μαρξ – κυρίως στα ‘Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χρεόγραφα’ - ο Νίκος Πουλαντζάς, καταλήγει στην υιοθέτηση μιας πολιτικής συνεχών ρήξεων μέσα κι έξω από το κράτος και την επιβολή επαναστατικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων μέσω δυναμικών μαζικών κοινωνικών κινημάτων των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων στην κατεύθυνση του δημοκρατικού σοσιαλισμού με το συνδυασμό θεσμών αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας.

V . ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

· Κ. Marx , Θέσεις πάνω στον Φόυερμπαχ, εκδ. Διογένης, Αθήνα, 1974.
· Karl Marx , Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1975.
· K . Marx, Το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, α.χ.
· Karl Marx & Fr . Engels , Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του Δικαίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978
· K . MarxF . Engels , Η Γερμανική Ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, 2 τόμοι, Αθήνα, 1979.
· Karl Marx (F . Engels ), Το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1983.
· Κ. Μαρξ, Grundrisse : Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Α΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1989.
· Κ. Μαρξ, Grundrisse : Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990.
· Κ. Μαρξ, Grundrisse : Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Γ΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1992.
· Κ. Μαρξ, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, Εκδ. Α/συνέχεια, Αθήνα, 1983.
· Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1968.
· Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981.
· Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος Δεύτερο, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982.
· Κ. Μαρξ, Προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, Εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1983.
· Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978.
· Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978.
· Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Γ΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979.
· Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά έργα, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, χ.χ.
· http:// www. marxists. org (Site πανεπιστημιακών των Η.Π.Α. με ιστοσελίδες με τα αυθεντικά κείμενα των κλασικών του Μαρξισμού στα Αγγλικά)
· Αντ. Δραγανίκος, «Φιλοσοφία, τεχνική, καπιταλισμός (Σκέψεις με αφορμή την κριτική του Κ. Παπαϊωάννου)», περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τεύχος 62, 1998, σσ. 97-129.
· Παν. Κονδύλης, Κ.Μαρξ: Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1983.
· Παν. Κονδύλης, Ο Μαρξ και η Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1984.
· Γ. Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2000.
· Γ. Μηλιός, Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1996.
· Γ. Μηλιός, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1997.
· Βασ Κ. Νούλας, Αριστοτέλης, Χριστός, Μαρξ: Η πολιτική του μέλλοντος-Μια προοπτική για τον Ελληνισμό και τον Άνθρωπο, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 1998.
· Ά. Ρήγος και Κ. Τσουκαλάς (επιμ.), Η Πολιτική σήμερα: Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του.
· Δ. Τσιμπουκίδης, Οι κλασικοί του Μαρξισμού για την Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Gutenberg , Αθήνα, 1978.
· Ρόμπερτ Χάις, Οι μεγάλοι Διαλεκτικοί του 19ου αι., Hegel , Kierkegaard , Marx , εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου