Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΒΑΝ ΜΕΣΑΡΟΣ: Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ



ΙΣΤΒΑΝ ΜΕΣΑΡΟΣ: Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ

 

Το ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ από το βιβλίο του ΙΣΤΒΑΝ ΜΕΣΑΡΟΣ από το πολύ γνωστό βιβλίο του ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ
Ο Istvan Meszaros, από τους σημαντικότερους μαρξιστές της εποχής μας, γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1930. Μετά τις σπουδές του στο Λύκειο, πέτυχε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και πρώτος στο κολέγιο Eomnos. Έξι μήνες μετά, επιχείρησαν να τον αποβάλουν, επειδή υπερασπίστηκε δημόσια τον ΛΟΥΚΑΤΣ εναντίων των επιθέσεων του Κόμματος. Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης, εξεπόνησε τη διδακτορική του διατριβή υπό την επίβλεψη του Λούκατς (1954). Το 1951 προσλήφθηκε βοηθός του Λούκατς και στη συνέχεια αναπληρωτής καθηγητής στο Ινστιτούτο Αισθητικής του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Το 1956 ο Λούκατς όρισε τον Μέσαρος διάδοχό του και του ζήτησε να αναλάβει το μάθημα της Αισθητικής, το οποίο δίδαξε μέχρις ότου εγκατέλειψε τη χώρα του. Στην περίοδο 1950-1956, ο Μέσαρος πήρε ενεργό μέρος στις πολιτιστικές και φιλολογικές διαμάχες, πάντοτε από τη μεριά εκείνων που ήταν υπέρ μιας αυθεντικής σοσιαλιστικής εξέλιξης. Ο Μέσαρος υπήρξε εκδότης του “Quarterly” της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών και αρχισυντάκτης του περιοδικού “Estinelet”. Εγκατέλειψε τη χώρα του μετά τη δεύτερη σοβιετική επέμβαση το 1956 έχοντας πλέον πεισθεί ότι το σύστημα αυτό δεν ήταν δυνατόν να αναμορφωθεί. Έκτοτε ο Μέσαρος δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, στο Bedford College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Sussex. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Sussex και μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών.

Με το τεράστιο θεωρητικό του έργο ο Μέσαρος υπερασπίστηκε και ανάπτυξε την μαρξιστική φιλοσοφία και ειδικότερα την μαρξιστική ανάλυση της Ιστορίας. Σημαντική επίσης είναι η συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας των ιδεολογιών. Το τελευταίο μνημειώδες βιβλίο του “Beyond Capital” (Πέραν του Κεφαλαίου), αποτελεί κατά κάποιο τρόπο, τη συνέχεια του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, δοθέντος ότι διερευνά συνολικά και σε ιδιαίτερο βάθος την πορεία και τις αντιθέσεις του σημερινού καπιταλισμού και, αντίστοιχα, την δυνατότητα αναγέννησης του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Βιβλία του Μέσαρος κυκλοφορούν στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Επίσης έχουν μεταφραστεί στην Λατινική Αμερική, στην Περσία, στις Ινδίες. Στην Ελλάδα ο Μέσαρος είναι γνωστός από το βιβλίο του “Η Θεωρία του Μαρξ για την Αλλοτρίωση” (εκδ. Ράππα, 1973), από συνεργασίες του στο θεωρητικό περιοδικό “OYTOΠΙΑ”, καθώς και από το αφιέρωμα του ίδιου περιοδικού στο έργο του (τεύχος 37, 1999). Το “ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ” έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, από το Μεξικό και τη Βραζιλία, στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, μέχρι την Περσία και τις Ινδίες.

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο Ελληνικό Διαδίκτυο.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ


Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
(Από το βιβλίο: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ)


Ότι και να ισχυρίζονται για την τρέχουσα διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι δυνατό να υπάρξει παγκοσμιοποίηση, δεν είναι δυνατό να υπάρξει παγκοσμιότητα στην κοινωνία χωρίς ουσιαστική ισότητα. Ως εκ τούτου, προφανώς, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, σε όλες τις ιστορικά γνωστές ή πιθανές μορφές του, εχθρεύεται απόλυτα ακόμα και τις δικές του – κουτσουρεμένες και παράλυτες – προβολές για παγκοσμιοποιητική συνένωση. Και απροσμέτρητα περισσότερο εχθρεύεται τη μοναδική ουσιαστική πραγματοποίηση μιας κοινωνικώς βιώσιμης παγκοσμιότητας, η οποία θα εναρμόνιζε πλήρως την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ικανοτήτων και του δυναμικού των ελεύθερα συνεταιριζόμενων κοινωνικών ατόμων, επειδή θα βασιζόταν στις συνειδητά επιδιωκόμενες βλέψεις τους. Άντ' αυτού, η δυνατότητα της τάσης του κεφαλαίου για παγκοσμιοποίηση μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα όπου κυριαρχεί η απανθρωπιστική αποξένωση και πραγμοποίηση. Με τα λόγια του Μαρξ:

«Όταν αφαιρεθεί η περιορισμένη αστική μορφή, τι είναι ο πλούτος αν όχι η παγκοσμιότητα των ανθρώπινων αναγκών, ικανοτήτων, απολαύσεων, παραγωγικών δυνάμεων, κλπ., που δημιουργούνται μέσα από την παγκόσμια ανταλλαγή; Η πλήρης ανάπτυξη της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στις δυνάμεις της φύσης, τις δυνάμεις της λεγόμενης φύσης καθώς και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης; Η απόλυτη ανάπτυξη των δημιουργικών του δυνατοτήτων, χωρίς άλλη προϋπόθεση από την προηγούμενη ιστορική εξέλιξη που καθιστά το σύνολο της εξέλιξης, δηλαδή την ανάπτυξη όλων των ανθρωπίνων δυνάμεων, στόχο καθαυτόν, που δε μετριέται με προκαθορισμένο μέτρο; Όταν δεν αναπαράγεται σε μία ειδικότητα, αλλά δημιουργεί την ολότητά του; Όταν δεν πασχίζει να παραμείνει κάτι που έγινε, αλλά βρίσκεται στην απόλυτη κίνηση του γίγνεσθαι; Στην αστική οικονομία – και στην εποχή της παραγωγής στην οποία αντιστοιχεί – αυτή η πλήρης ανάπτυξη του ανθρώπινου περιεχόμενου εμφανίζεται σαν απόλυτο άδειασμα, αυτή η καθολική αντικειμενοποίηση ως απόλυτη αποξένωση, και το γκρέμισμα όλων των περιορισμένων, μονόπλευρων στόχων ως η θυσία του ίδιου σκοπού του ανθρώπου σε έναν εξολοκλήρου εξωτερικό σκοπό». (σ.σ. Marx, Grundrisse (New York: Vintage, 1973), 488.

Η ανάπτυξή του – σε γενικές γραμμές καθολικά εφαρμόσιμου – λειτουργικού καταμερισμού της εργασίας αποτελεί τη δυνάμει απελευθερωτική οριζόντια διάσταση της εργασιακής διαδικασίας του κεφαλαίου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη διάσταση αυτή από τον κάθετο ή ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας μέσα στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής του κεφαλαίου. Η λειτουργία της κάθετης διάστασης συνίσταται στο να προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα του συστήματος, διασφαλίζοντας τη συνεχιζόμενη επέκταση της υπερεργασίας, στη βάση της μεγαλύτερης δυνατής εκμετάλλευσης του συνόλου της εργασίας. Αντίστοιχα, η οριζόντια δομούσα δύναμη επιτρέπεται να προχωρήσει ανά πάσα στιγμή μόνο μέχρι εκεί που μπορεί να την ελέγχει αυστηρά η κάθετη διάσταση στον αναπαραγωγικό ορίζοντα του κεφαλαίου.

Αυτό σημαίνει ότι η οριζόντια δύναμη μπορεί  να ακολουθήσει τη δική της δυναμική μόνο μέχρι εκεί που οι επακόλουθες παραγωγικές εξελίξεις παραμένουν ελεγχόμενες, περιορισμένες στις παραμέτρους των επιταγών του κεφαλαίου (και των αντίστοιχων περιορισμών). Η αξίωση του κεφαλαίου για κάθετη διάταξη αποτελεί πάντα την καθοριστική στιγμή στη σχέση μεταξύ των δύο διαστάσεων. Αλλά ενώ η οριζόντια και η κάθετη διάσταση αλληλοσυμπληρώνονται στην ανοδική φάση της εξέλιξης του συστήματος μέσα από τις σχετικώς ευέλικτες αμοιβαίες ανταλλαγές τους, από τη στιγμή που ολοκληρώνεται η ανοδική φάση, η προηγούμενη καθοριστική στιγμή ενός διαλογικού πλέγματος μετατρέπεται μακροπρόθεσμα σε έναν διασπαστικό, μονόπλευρο καθορισμό. Αυτό συνεπάγεται σοβαρούς περιορισμούς στην παραγωγική εξέλιξη, μαζί με μια μείζονα κρίση συσσώρευσης, εμφανέστατη στην εποχή μας. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ματαιωθεί η πιθανότητα καθολικότητας στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων που κάποτε μας υποσχέθηκαν, προκειμένου να διασφαλίσει το κεφάλαιο την αυτό-προσανατολισμένη μερικότητα και την αξεπέραστη δομική ιεραρχία.

Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει τη διάρθρωση ενός περίπλοκου δικτύου συγκρουσιακών αντιφάσεων τις οποίες μπορεί κανείς να διαχειριστεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία για κάποιο διάστημα, αλλά ποτέ να ξεπεράσει οριστικά. Στη ρίζα όλων των αντιφάσεων βρίσκουμε τον ασυμφιλίωτο ανταγωνισμό μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, ο οποίος κατ’ ανάγκη παίρνει πάντα τη μορφή της δομικής/ιεραρχικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, όσο περίτεχνες και παραπλανητικές προσπάθειες κι αν γίνονται με σκοπό να καμουφλάρουν αυτή τη δομική υπαγωγή. Προκειμένου να αναφέρουμε κάποιες μόνο από τις κύριες αντιφάσεις, βρισκόμαστε μπροστά στις ακόλουθες:

-         Παραγωγή και ο έλεγχός της

-         Παραγωγή και κατανάλωση,

-         Παραγωγή και κυκλοφορία,

-         Ανταγωνισμός και μονοπώλιο,

-         ανάπτυξη και υπανάπτυξη (δηλαδή ο διαχωρισμός «βορρά-νότου», τόσο ανάμεσα στα κράτη όσο και εντός της κάθε ξεχωριστής χώρας),

-         επέκταση που κυοφορεί το σπόρο της συρρίκνωσης, δημιουργού κρίσεων,

-         παραγωγή και καταστροφή (η τελευταία συχνά παρουσιάζεται ωραιοποιημένη ως «παραγωγική» ή «δημιουργική» καταστροφή),

-         δομική κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και αξεπέραστη εξάρτησή του από το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό.

-         Παραγωγή ελεύθερου χρόνου (υπερεργασία) και παραλυτική αναίρεσή του εξαιτίας της αναγκαιότητας για αναπαραγωγή και εκμετάλλευση της απαραίτητης εργασίας,

-         Δεσποτική λήψη αποφάσεων στις παραγωγικές επιχειρήσεις και ανάγκη να εφαρμόζονται «συναινετικά»,

-         Επέκταση της απασχόλησης και πρόκληση ανεργίας,

-         Προσπάθεια εξοικονόμησης υλικών και ανθρώπινων πόρων, ενώ ταυτόχρονα σπαταλούνται οι ίδιοι αυτοί πόροι με τον πιο παράλογο τρόπο,

-         Αύξηση με κάθε κόστος του παραγόμενου προϊόντος και συνακόλουθη περιβαλλοντική καταστροφή,

-         Τάση παγκοσμιοποίησης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και απαραίτητοι περιορισμοί που επιβάλλουν τα εθνικά κράτη εναντίον των ανταγωνιστών τους,

-         Έλεγχος των ξεχωριστών παραγωγικών μονάδων και αποτυχία να ελέγχεται η συνολική τους διάταξη (εξ ου η χαρακτηριστική δυσχέρεια κάθε προσπάθειας προγραμματισμού σε κάθε πιθανή μορφή του στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα), και

-         Η αντίφαση μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ρυθμίσεων άντλησης της υπερεργασίας.

 

Είναι αδιανόητο να ξεπεραστεί έστω και μία από αυτές τις αντιφάσεις, πόσο μάλλον το αξεδιάλυτα αλληλένδετο δίκτυό τους, αν δεν εγκαθιδρυθεί μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση αντί για τον καπιταλιστικό τρόπο του κοινωνικού μεταβολικού ελέγχου (σ. σ. Το επιχείρημα ότι το κεφάλαιο πρέπει να γίνει αντιληπτό περισσότερο ως ένας «τρόπος κοινωνικού μεταβολικού ελέγχου» παρά ως ένα στατικό αντικείμενο αναπτύσσεται λεπτομερώς στο Beynd Capital, κεφάλαιο 2.) – μια εναλλακτική λύση που να βασίζεται στη θεμελιώδη ισότητα, της οποίας η απόλυτη απουσία αποτελεί τον κοινό παρονομαστή και τον ακυρωτικό πυρήνα όλων των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο υπάρχον σύστημα.

Επίσης είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ ότι – εξαιτίας της δομικής κρίσης του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε αντίθεση με τις περιοδικές συγκυριακές κρίσεις του καπιταλισμού που σημειώθηκαν στο παρελθόν – στο παρόν στάδιο εξέλιξης τα προβλήματα έχουν επιδεινωθεί μοιραία, φέρνοντας στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας την ανάγκη για έναν βιώσιμο γενικευμένο έλεγχο των υλικών παραγωγικών και πολιτιστικών ανταλλαγών της ανθρωπότητας ως ένα εξαιρετικά επείγον πρόβλημα. Ο Μαρξ μπορούσε ακόμα να μιλάει για την εξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως ενός συστήματος που, παρά τους ίδιους τους φραγμούς και τους περιορισμούς του, «μεγεθύνει τον κύκλο της κατανάλωσης» και «εξαλείφει κάθε φραγμό που περιορίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την επέκταση των αναγκών, την ολόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγής, και την εκμετάλλευση και ανταλλαγή των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων». (σ.σ. Marx, Grundrisse, 408 και 410). Με αυτήν την έννοια μπορούσε να χαρακτηρίζει την πλήρη ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως «την προϋπόθεση μιας νέας μορφής παραγωγής». (σ.σ. ό. α., 540) Σήμερα, δεν τίθεται σε καμία περίπτωση θέμα «ολόπλευρης ανάπτυξης της παραγωγής» που να συνδέεται με την επέκταση των ανθρωπίνων αναγκών. Ως εκ τούτου, με δεδομένο τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο πραγματοποίησε – και συνεχίζει να επιβάλλει – την ανάπηρη τάση του για παγκοσμιοποίηση, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία να θεωρήσουμε την καταστροφική πραγματικότητα του κεφαλαίου ως προϋπόθεση για τη νέα και τόσο απαραίτητη μορφή αναπαραγωγής των βασικών όρων της ανθρώπινης ύπαρξης. Με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, το μέλημα του κεφαλαίου δε μπορεί να είναι η «αύξηση του κύκλου κατανάλωσης», προς όφελος του «πλούσιου κοινωνικού ατόμου» στο οποίο αναφερόταν ο Μαρξ, αλλά μόνο η αυξημένη αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου ανεξάρτητα από το τίμημα. Και αυτή διασφαλίζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, μόνο με ποικίλους καταστροφικούς τρόπους.

Επομένως, από τη διεστραμμένη οπτική γωνία της «διαδικασίας πραγμάτωσης» του κεφαλαίου, η κατανάλωση και η καταστροφή αποτελούν λειτουργικά ισοδύναμα. Κάποτε η αύξηση του κύκλου κατανάλωσης συνέβαινε να συμβαδίζει με την κυρίαρχη ανάγκη της διευρυμένης αυτό-πραγμάτωσης του κεφαλαίου. Με το τέλος της ιστορικής ανόδου του κεφαλαίου, οι συνθήκες της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του συστήματος άλλαξαν ριζικά και ανεπιστρεπτί, φέρνοντας σε τεράστιο βαθμό στο προσκήνιο τις καταστροφικές τάσεις και, το φυσικό συνοδό τους, την καταστροφική σπατάλη. Το καλύτερο δυνατό παράδειγμα αυτού είναι το «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα» και η επέκτασή του που συνεχίζεται παρά τα προσχήματα της «νέας παγκόσμιας τάξης» και το επιλεγόμενο «μέρισμα ειρήνης» {peace dividend} μετά από «το τέλος του ψυχρού πολέμου». (Επιστρέφουμε σε αυτό το σύμπλεγμα προβλημάτων στο Τμήμα 2. VII.).

 

ΙΙ.

 

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές προς το χειρότερο και στο θέμα της ανεργίας. Τώρα πια δεν περιορίζεται στον «εφεδρικό στρατό», ο οποίος περίμενε να ενεργοποιηθεί και να ενταχθεί στο πλαίσιο της παραγωγικής επέκτασης του κεφαλαίου, όπως συνέβαινε συνήθως στην ανοδική φάση του συστήματος, παίρνοντας ενίοτε και τεράστιες διαστάσεις. Τώρα η σκληρή πραγματικότητα της απανθρωπιστικής ανεργίας έχει προσλάβει το χρόνιο χαρακτήρα της «δομικής ανεργίας», όπως παραδέχονται ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του καπιταλισμού – δικαιολογώντας την, φυσικά, λες και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη διεστραμμένη φύση του λατρευτού τους συστήματος.

Αντιθέτως, στις μεταπολεμικές δεκαετίες της ανενόχλητης επέκτασης, θεωρούσαν ότι είχε λυθεί οριστικά το πρόβλημα της ανεργίας. Έτσι, ένας από τους χειρότερους απολογητές του κεφαλαίου – ο Ουώλτ Ρόστοου {Walt Rostow}: μια ηγετική φυσιογνωμία του «τραστ εγκεφάλων» του Προέδρου Κένεντυ – δήλωνε αλαζονικά σε ένα ανούσιο βιβλίο, το οποίο όμως προωθήθηκε παντού μαζικά, ότι:

«Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, βλέποντας με πόση ευαισθησία αντιμετωπίζει η πολιτική διαδικασία ακόμα και τους μικρούς θύλακες ανεργίας στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, ότι οι Δυτικές κοινωνίες δε θα αποδέχονται πια την αργοκίνητη και δειλή πολιτική της δεκαετίας του 1920 και του 1930 σχετικά με το επίπεδο ανεργίας. Τώρα γνωρίζουμε ευρέως τα τεχνικά κόλπα της αγοράς – χάρη στην επανάσταση του Κέυνς. Ας μην ξεχνάμε πως ο Κέυνς ανέλαβε ο ίδιος το καθήκον να κατανικήσει την πρόγνωση του Μαρξ για την πορεία της ανεργίας στον καπιταλισμό, και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό». (σ. σ. Walt Rostow, The Stages of Economic Growth (Cambridge: Cambridge University Press. 1960), 155).

Με το ίδιο σκεπτικό ο Ρόστοου και ολόκληρη η στρατιά των αστών οικονομολόγων προέβλεψαν με βεβαιότητα όχι μόνον ότι οι «θύλακες ανεργίας στις Δυτικές δημοκρατίες» θα μετατρέπονταν σύντομα και για πάντα σε όαση «αφθονίας» και ευμάρειας, αλλά και ότι χάρη στις συνταγές τους και τα «κόλπα της αγοράς» του παγκόσμια εφαρμόσιμου «εκσυγχρονισμού», ο Τρίτος Κόσμος θα έφτανε κι αυτός το ίδιο επίπεδο «ανάπτυξης» και ευτυχισμένης ολοκλήρωσης με τις «Δυτικές μας δημοκρατίες». Υποτίθεται πως η προκαθορισμένη φύση του άχρονου σύμπαντος όριζε ότι την υπανάπτυξη θα την ακολουθούσε μια καπιταλιστική «απογείωση», η οποία με τη σειρά της θα επέφερε αναπόφευκτα μια φυσική «ροπή προς ωρίμανση», με την προϋπόθεση ότι οι πολιτικές δυνάμεις των «Δυτικών δημοκρατιών» θα παρεμπόδιζαν τις μοχθηρές πράξεις των ταραχοποιών επαναστατών που επιμένουν να παρεμβαίνουν σε αυτή τη φυσική τάξη.

Αυτή η ευφορία παρήγαγε μια γενναία επιχορηγούμενη βιομηχανία αναπτυξιακών σπουδών, η οποία επέδειξε μεγάλη δραστηριότητα αλλά ελάχιστα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Με την έναρξη της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, ο νεοφιλελεύθερος μονεταρισμός ανέλαβε την καθοδηγητική θέση που κατείχαν ως τότε οι αρχιερείς της Κεϋνσιανής λύτρωσης. Το γεγονός αυτό αναίρεσε τη βασική θέση που δικαιολογούσε την επέκταση αυτού του κλάδου. Και όταν τελικά όλοι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι τα «κόλπα της αγοράς» του Κέυνς δε θα κατάφερναν ποτέ ξανά να αναπαράγουν τα προηγούμενα «θαύματα» (δηλαδή, συνθήκες που τις περιέγραφαν ως «θαύματα» όσοι είχαν την αφέλεια να τα πιστεύουν εκείνη την εποχή, όχι οι πολέμιοι και επικριτές τους), οι πρώην υπέρμαχοι της οριστικής Κεϋνσιανής λύσης στα μειονεκτήματα του καπιταλισμού πολύ απλά άλλαξαν τροπάρι και, χωρίς ούτε λέξη αυτοκριτικής, κάλεσαν όλους όσοι δεν είχαν ακόμη φτάσει στο δικό τους επίπεδο νέας υπερβατικής φώτισης να ξυπνήσουν από τον ύπνο τους και να προσφέρουν στον παλιό τους ήρωα μια αξιοπρεπή κηδεία. (σ.σ. Δείτε ένα σημαντικό άρθρο στον Economist του Λονδίνου με τίτλο: «Ήρθε η ώρα να θάψουμε τον Κέυνς;» (3 Ιουλίου, 1993, 21-22), μια ερώτηση στην οποία απαντούν οι Συντάκτες του The Economist με ένα εμφατικό «ναι»).

Με αυτόν τον τρόπο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν – κάπως ταπεινωτικά – την ιδεολογία του εκσυγχρονισμού του Τρίτου Κόσμου. Το θέμα περιπλέχτηκε περαιτέρω από τον αυξανόμενο κίνδυνο οικολογικής καταστροφής. Έγινε φανερό ότι αν αφήναμε να φτάσουν δυο χώρες μόνο, η Κίνα και η Ινδία, στο ίδιο καταστροφικό επίπεδο σπατάλης και ρύπανσης με εκείνο που παρήγαγε η χώρα – υπόδειγμα του «εκσυγχρονισμού», οι ΗΠΑ, αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες και για τις εξιδανικευμένες «Δυτικές δημοκρατίες». Εξάλλου, η λύση προς ίδιον όφελος που υποστηρίζουν τώρα τελευταία οι Ηνωμένες Πολιτείες – να αγοράζουν «δικαιώματα ρύπανσης» από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου – εκτός από αυτοκαταστροφική, προϋποθέτει και τη μονιμότητα της υπανάπτυξης του Τρίτου Κόσμου.

Επομένως, από δω και πέρα, παντού, συμπεριλαμβανομένων και των «Δυτικών δημοκρατιών», η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σαν ένα νέου τύπου όπλο, με στόχο να συντρίψει και να θέσει εκτός μάχης τους «Παλαιοεργατικούς», επειδή δεν άφησαν τους «Νεοεργατικούς» να τους εκσυγχρονίσουν, δηλαδή, επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν, όπως οι «Νεοεργατικοί», τις αμυδρές έστω σοσιαλδημοκρατικές αρχές και δεσμεύσεις τους. Οι νέοι στόχοι που έχαιραν γενικής επιδοκιμασίας ήταν η «δημοκρατία και η ανάπτυξη»: δημοκρατία όπως διαμορφώνεται με βάση την πολιτική συναίνεση των ΗΠΑ μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, που έχει ως αποτέλεσμα να αποστερείται η εργατική τάξη των πολιτικών της δικαιωμάτων εντελώς και με συνοπτικές διαδικασίες, ακόμα και με την περιορισμένη κοινοβουλευτική έννοια, και ανάπτυξη που δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από ότι μπορεί εύκολα να χωρέσει στο κενό κέλυφος ενός εξαιρετικά μεροληπτικού ορισμού της τυπικής δημοκρατίας, που θα επιβληθεί σε όλον τον κόσμο, από τις «μόλις αναδυόμενες δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μέχρι την Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική καθώς και τη Λατινική Αμερική. Ως κύριο όργανο προπαγάνδας των G-7 {οι Εφτά Ισχυροί}, που τελούν υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ο Economist του Λονδίνου το έθεσε με τον αμίμητο κυνισμό του:

«Δεν υπάρχει άλλος εναλλακτικός τρόπος οργάνωσης της οικονομικής ζωής από την ελεύθερη αγορά. Η εξάπλωση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει να οδηγεί στην πολυκομματική δημοκρατία, επειδή οι άνθρωποι που έχουν ελεύθερη οικονομική επιλογή τείνουν να επιμένουν και στην ελευθερία της πολιτικής επιλογής τους». (σ. σ. The Economist, December 31, 1991, 12).

Για το εργατικό δυναμικό ως ανταγωνιστή του κεφαλαίου, η «ελεύθερη οικονομική επιλογή» στην απασχόληση μπορεί να σημαίνει μόνον υποταγή στις εντολές που πηγάζουν από τις επιταγές επέκτασης του συστήματος, και για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό εκείνων που δεν είχαν αυτήν την «τύχη», σημαίνει να εκτίθενται στον εξευτελισμό και στις ακραίες στερήσεις που επιφέρει η χρόνια δομική ανεργία. Η «ελεύθερη πολιτική επιλογή» που μπορεί να ασκήσει κανείς στα πλαίσια της «πολυκομματικής δημοκρατίας», στην πραγματικότητα σημαίνει ότι παραιτείται αποκαρδιωμένος, αποδεχόμενος τις συνέπειες μιας πολιτικής συναίνεσης που στενεύει όλο και πιο πολύ, η οποία έκανε ούτε λίγο ούτε πολύ 77 τοις εκατό των Βρετανών ψηφοφόρων – και σχεδόν το ίδιο ποσοστό του λαού και σε κάποιες άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – να αρνηθούν να συμμετάσχουν σε μια τόσο ανούσια τελετουργία κατά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, όταν κλήθηκαν να επιλέξουν τους εκπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.

Όπως στον οικονομικό τομέα, έτσι και στον τομέα της πολιτικής αντιπροσώπευσης και διαχείρισης είμαστε μάρτυρες δραματικών ανατροπών, ως αποτέλεσμα του ότι στενεύουν τα περιθώρια του καπιταλισμού. Στο χώρο της παραγωγής, η ανοδική φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης έφερε μαζί της μια μαζική επέκταση της απασχόλησης, που στην εποχή μας έδωσε τη θέση της στην επικίνδυνη τάση χρόνιας ανεργίας. Όσο για τον πολιτικό χώρο, είδαμε μετά τη δραματική διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων, μέχρι το σημείο να παραχωρηθεί γενικό δικαίωμα ψήφου και να σχηματιστούν αντίστοιχα τα μαζικά εργατικά κόμματα, μια μετατόπιση που οδηγεί σε μια ριζική αντιστροφή, με συνέπεια να στερηθεί το εργατικό κίνημα άτυπα αλλά αποτελεσματικά και ολοκληρωτικά τα πολιτικά του δικαιώματα στο κοινοβουλευτικό πολιτικό σκηνικό. Αρκεί εδώ να θυμηθούμε πολιτικούς σχηματισμούς όπως οι Νεοεργατικοί  και οι αντίστοιχοί τους «από την άλλη πλευρά», που εφαρμόζουν μια εξαιρετικά ιδιόμορφη μορφή «δημοκρατικής λήψης αποφάσεων» σε μικροσκοπικά υπουργικά συμβούλια κεκλεισμένων των θυρών, και επιβάλλουν ανελέητα τη σοφία που λέει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» σε κάθε φωνή διαφωνίας, ακόμα κι αν αυτή τύχει κατά λάθος να ανακύψει στα εθνικά υπουργικά συμβούλια που συνέρχονται για να εγκρίνουν κάθε απόφαση.

 

ΙΙΙ.

 

Η καταστροφική τάση της χρόνιας ανεργίας επηρεάζει τώρα και τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ταυτόχρονα, όσοι συνεχίζουν να έχουν απασχόληση σε αυτές τις χώρες, αναγκάζονται να υπομένουν μια επιδείνωση των υλικών συνθηκών διαβίωσής τους, την οποία παραδέχονται ακόμα και οι επίσημες στατιστικές. Διότι το τέλος της ιστορικής ανόδου του καπιταλισμού συνεπέφερε και μια εξισορρόπηση προς τα κάτω του διαφορικού ποσοστού εκμετάλλευσης. (σ. σ. Ένα χτυπητό παράδειγμα του διαφορικού ποσοστού εκμετάλλευσης δόθηκε σε ένα δοκίμιο ενός σημαντικότατου Φιλιππινέζου ιστορικού και πολιτικού διανοητή, του Ρενάτο Κονσταντίνο: «Η Φορντ Φιλιππίνων, Inc., που ιδρύθηκε μόλις το 1967, τώρα {μετά από τέσσερα χρόνια} είναι στην 37η θέση μεταξύ των 1.000 μεγαλύτερων εταιριών στις Φιλιππίνες. Το 1971 δήλωσε κέρδος μετοχικού 121,32 τοις εκατό, ενώ το γενικό της κέρδος σε μετοχικό σε 133 χώρες την ίδια χρονιά έφτασε μόνον στο 11,8 τοις εκατό. Πέρα από όλα τα κίνητρα που εκμαίευσε από την κυβέρνηση, τα υψηλά κέρδη της Φορντ επιτεύχθηκαν κυρίως χάρη στη φτηνή εργασία. Ενώ το ωρομίσθιο ενός εξειδικευμένου εργάτη στις ΗΠΑ έφτανε σχεδόν τα 7.50 Δολάρια το 1971, το αντίστοιχο ωρομίσθιο στις Φιλιππίνες ήταν μόνο 0,30 Δολάρια». (Renato Constantino, Neo-Colonial Identity and Counter-Conscsiousness: Essays in Cultural Decolonization {London: Merlin Press 1978}, 234.) Τα σχετικά προνόμια που απολάμβανε στο παρελθόν η εργατική τάξη στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες άρχισαν να διαβρώνονται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ως αποτέλεσμα του ότι στενεύουν τα περιθώρια του κεφαλαίου και ότι συνεχίζεται η υπερεθνική παγκοσμιοποίησή του. Αυτή η εξισορρόπηση προς τα κάτω του διαφορικού ποσοστού εκμετάλλευσης αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική τάση της εξέλιξης στην εποχή μας, και μοιραία θα επιβάλλεται με ολοένα μεγαλύτερη δριμύτητα κατά τις ερχόμενες δεκαετίες).

Το τέλος του «εκσυγχρονισμού του Τρίτου Κόσμου» σηματοδοτεί ένα ιδιαίτερα θεμελιώδες πρόβλημα της εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Υπογραμμίζει την πολυσήμαντη ιστορική βαρύτητα του γεγονότος ότι το κεφάλαιο απέτυχε να ολοκληρώσει το σύστημά του ως παγκόσμιο καπιταλισμό, δηλαδή ως την κυρίαρχα οικονομική ρύθμιση της εξαγωγής της υπερεργασίας ως υπεραξίας. Παρ’ όλες τις φαντασιώσεις του παρελθόντος περί «απογείωσης» και «ροπής προς ωρίμανση», σήμερα σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης είναι αναγκασμένος να αναπαράγει τις συνθήκες διαβίωσής του με τρόπους έντονα αντίθετους προς τον εξιδανικευμένο «μηχανισμό της αγοράς» ως συντριπτικά κυρίαρχο ρυθμιστή του κοινωνικού μεταβολισμού. Αντί να ολοκληρωθεί σχηματίζοντας ένα πραγματικό παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, το κεφάλαιο, εκτός από τις χώρες όπου επικράτησε ο δικός του τρόπος να ελέγχει οικονομικά την ιδιοποίηση της υπερεργασίας, πέτυχε επίσης να δημιουργήσει θύλακες καπιταλισμού, μέσα σε λιγότερο ή περισσότερο αχανείς μη καπιταλιστικές ενδοχώρες. Από αυτήν την άποψη η Ινδία αποτελεί προφανές παράδειγμα. Αντιθέτως η Κίνα είναι πολύ πιο περίπλοκη περίπτωση, εφόσον το καθεστώς της δεν χαρακτηρίζεται ως καπιταλιστικό. (Ωστόσο, η χώρα έχει κάποιους ισχυρούς καπιταλιστικούς θύλακες, που συνδέονται με μια μη καπιταλιστική ενδοχώρα με πληθυσμό άνω του ενός δισεκατομμυρίου). Υπάρχει σε αυτό κάποια αντιστοιχία με ορισμένες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες του παρελθόντος, π.χ. τη Βρετανική. Η Βρετανία εξασκούσε ολοκληρωτικό πολιτικοστρατιωτικό έλεγχο στην Ινδία, εκμεταλλευόμενη πλήρως τους καπιταλιστικούς οικονομικούς της θύλακες, ενώ ταυτόχρονα άφηνε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να επιβιώνει με τα δικά της μέσα, μεροδούλι-μεροφάι όπως προ-αποικιοκρατικά και σε χειρότερη κατάσταση εξαιτίας της αποικιοκρατίας.

Ούτε μπορούμε να φανταστούμε, για διάφορους λόγους – στους οποίους συγκαταλέγεται η ανυπόφορη και μη γενικεύσιμη δομική διάρθρωση του «αναπτυγμένου καπιταλισμού», με κύρια συνθήκη για τη συνεχή επέκτασή του τον καταστροφικό σπάταλο πτωτικό ρυθμό της εκμετάλλευσης – ότι αυτή η αποτυχία του καπιταλισμού πρόκειται να διορθωθεί στο μέλλον. Ως εκ τούτου η αποτυχία του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού του Τρίτου Κόσμου, παρ’ όλες τις προσπάθειες που επενδύθηκαν σ’ αυτόν κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες ανάπτυξης, στρέφει την προσοχή μας σε ένα βασικό δομικό ελάττωμα του όλου συστήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει σύντομη αναφορά σε ένα ακόμα πρόβλημα: τον υβριδισμό που παρατηρείται ακόμα και στις πλέον ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η κύρια διάστασή του συνίσταται στην όλο και μεγαλύτερη άμεση και έμμεση ανάμειξη του κράτους για να διασφαλιστεί η συνέχιση της βιωσιμότητας του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνικής μεταβολικής αναπαραγωγής. Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, μαζί με τις νεοφιλελεύθερες φαντασίες περί «υπαναχώρησης των ορίων του κράτους», το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δε θα επιζούσε ούτε μια βδομάδα χωρίς τη μαζική υποστήριξη που του παρέχει συνεχώς το κράτος. Έχω αναλύσει αυτό το πρόβλημα αλλού, και γι’ αυτό θα αρκεστούμε εδώ σε μια σύντομη αναφορά. Η «εξωτερική βοήθεια», όπως την αποκαλούσε ο Μαρξ, που έδωσαν ο Ερρίκος ο Η΄και άλλοι στην πρώιμη καπιταλιστική ανάπτυξη, επανεμφανίστηκε τον εικοστό αιώνα με αφάνταστα μαζική μορφή, από την «κοινή αγροτική πολιτική» και τις εγγυήσεις εξαγωγών μέχρι τα τεράστια κρατικά ερευνητικά κονδύλια και την ακόρεστη όρεξη του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. (σ.σ. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έκανε μια σωστή πρόβλεψη όταν τόνιζε την αυξανόμενη σημασία της στρατιωτικής παραγωγής, ήδη από το 1913, και σημείωνε ότι: «Σε τελική ανάλυση το ίδιο το κεφάλαιο ελέγχει αυτήν την αυτόματη και ρυθμική κίνηση της στρατιωτικής παραγωγής μέσω της νομοθεσίας και του τύπου, η λειτουργία του οποίου συνίσταται στο να χειραγωγεί την αποκαλούμενη “Κοινή Γνώμη”. Για το λόγο αυτό τούτος ο τομέας της καπιταλιστικής συσσώρευσης φαίνεται εκ πρώτης όψεως ικανός να επεκτείνεται έπ’ άπειρον». (Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital {London, Routledge, 1963}, 466). Ο φασισμός των Ναζί έπαιξε πασιφανή ρόλο στην περαιτέρω επέκταση της στρατιωτικής παραγωγής, όπως πασιφανές είναι και το τεράστιο μέγεθος (και η φοβερή σπατάλη) της «εξωτερικής βοήθειας» που παρέχει το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα στο κεφάλαιο στις «Δυτικές δημοκρατίες» και αλλού μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα εξίσου σημαντικό είδος εξωτερικής βοήθειας, αν και κάπως διαφορετικό, πρόσφεραν στο κεφάλαιο όλες οι παραλλαγές του συστήματος Κέυνς κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Λιγότερο εμφανής από αυτήν την άποψη είναι το ότι ο Φ. Ντ. Ρούσβελτ είχε αφοσιωθεί συνειδητά στον ίδιο στόχο ήδη πριν εκλεγεί πρόεδρος. Μάλιστα προέβλεψε μια καταδίκη αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως «νεοφιλελευθερισμός» και απαντούσε σ’ αυτήν – σε μια ομιλία του στις 2 Ιουλίου του 1932 – επιμένοντας ότι «οφείλουμε να ανακαλέσουμε πάραυτα τις νομικές διατάξεις που υποχρεώνουν την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση να αναμειχθεί στην αγορά για να αγοράσει, να πουλήσει, να επενδύσει σε αγροτικά προϊόντα, σε μια μάταιη προσπάθεια να μειωθούν τα αγροτικά πλεονάσματα. Κι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να κρατήσουμε την Κυβέρνηση έξω από τις επιχειρήσεις». (F. D. Roosevelt, η Ομιλία για το Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα {New Deal} στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, Σικάγο, Ιλινόις, 2 Ιουλίου 1932, όλα τα αποσπάσματα των ομιλιών του Ρούσβελτ προέρχονται από το Β. D. Zevin, ed., Nothing to Fear: The Selected Addresses of Franklin Delano Roosevelt, 1932-1945 (London: Hodder & Stoughton, 1947).

Αυτό που κάνει ακόμα χειρότερο το πρόβλημα είναι ότι όση εξωτερική βοήθεια και να δοθεί, ποτέ δεν αρκεί. Το κεφάλαιο, στην παρούσα φάση της ιστορικής του εξέλιξης, είναι πια εντελώς εξαρτημένο από μια συνεχώς αυξανόμενη ενίσχυση. Και από αυτήν την άποψη προσεγγίζουμε ένα συστημικό όριο, με την έννοια ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη χρόνια ανεπάρκεια της εξωτερικής βοήθειας σχετικά με το μέγεθος της βοήθειας που είναι τώρα σε θέση να παρέχει το κράτος. Πράγματι, η δομική κρίση του καπιταλισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη χρόνια ανεπάρκεια αυτού του είδους της εξωτερικής βοήθειας, σε συνθήκες όπου τα ελαττώματα και οι αποτυχίες αυτού του ανταγωνιστικού συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής καθιστούν αναγκαία μια απεριόριστη παροχή ανάλογης βοήθειας.



15/03/2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου